Οι συστημικές μεταβλητές που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

Οι συστημικές μεταβλητές που επηρεάζουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις

3' 27" χρόνος ανάγνωσης

Τ ο διεθνές σύστημα βρίσκεται σε διαδικασία μετάβασης από τον πολυπολισμό στον πολυμερικό διπολισμό. Η πανδημία αλλά και η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτέλεσαν κομβικά γεγονότα για τη διεθνοσυστημική κατανομή ισχύος. Ενώ προ πανδημίας οι αναλύσεις για την ανάδυση της Ινδίας ως μεγάλης δύναμης είχαν πυκνώσει, η ολιστική κατάρρευσή της κατά τη διάρκεια του δεύτερου και τρίτου κύματος της πανδημίας έδειξε ότι η θεώρηση αυτή απείχε της πραγματικότητας. Από την άλλη, η σημαντική φθορά του ρωσικού κύρους, αλλά και των υλικών συντελεστών ισχύος λόγω της σύγκρουσης με την Ουκρανία, αναδεικνύει την αδυναμία της Ρωσίας να διατηρήσει θέση διακριτού πόλου στο διεθνές περιβάλλον.

Η νέα δομή του διεθνούς συστήματος σχηματοποιείται πέριξ των ΗΠΑ και Κίνας, με την εμφάνιση του ελεύθερου και του αυταρχικού πόλου αντιστοίχως. Η βασική διαφορά μεταξύ του πολυμερικού διπολισμού και του ψυχροπολεμικού διπολισμού αφορά τον τρόπο που τα μέλη των δύο πόλων κινούνται στο διεθνές περιβάλλον. Ενώ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι δύο κεντρικές δυνάμεις ασκούσαν σχεδόν απόλυτα παρεμβατικό ρόλο στο πλαίσιο της λήψης αποφάσεων των υπολοίπων μελών, στον πολυμερικό διπολισμό τα μέλη διαθέτουν μεγαλύτερο εύρος ανεξαρτησίας σε επίπεδο κινήσεων και αποφάσεων, ενστερνιζόμενα τις κεντρικές στρατηγικές κατευθύνσεις των δύο μεγάλων δυνάμεων, αλλά χαράσσοντας διακριτές περιφερειακές πολιτικές.

Στο πλαίσιο του πολυμερικού διπολισμού, η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών καθίσταται υψηλή προτεραιότητα για τις ΗΠΑ, διαβλέποντας ορθώς πως η αρνητική δυναμική που έχει αναπτυχθεί εδώ και δεκαετίες μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας μπορεί να λειτουργήσει αποδομητικά για την εύρυθμη λειτουργία του ΝΑΤΟ. Επομένως, ας είμαστε ρεαλιστές. Η Αθήνα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αρνηθεί να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Στην περίπτωση ημέτερης αρνητικής στάσης, θα απολέσουμε το πλεονέκτημα που έχουμε ήδη κατοχυρώσει εντός του δυτικού κόσμου ως δύναμη ευθύνης που επιδιώκει ταυτόχρονα με την εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος να διατηρεί και την ενότητα της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ταυτοχρόνως, όμως, πρέπει εμφατικά να τονίζουμε στους συμμάχους μας πως οι συνομιλίες με την Τουρκία αποτελούν «άθλο», εξαιτίας του ότι διαχρονικά η Αγκυρα προάγει την πρακτική της επιβολής των θέσεών της αντί της επίλυσης θεμάτων μέσω των κανόνων του διεθνούς δικαίου. Η Αθήνα καλείται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με ένα κράτος η ελίτ του οποίου το θεωρεί μεγάλη δύναμη, η πλειοψηφία των πολιτών του αισθάνεται οικεία εντός του αυταρχικού πόλου, ενώ το παιχνίδι επιρροής που ασκεί σε ζώνες στρατηγικού ενδιαφέροντος, Βαλκάνια, Κεντρική Ασία και Μέση Ανατολή, ανάγεται στον χομπεσιανό αταβισμό του μηδενικού αθροίσματος.

Στο τραπέζι των συνομιλιών πρέπει να καθίσουμε, αλλά και να σηκωθούμε, τελευταίοι.

Πέραν τούτου, αποτελεί εδραιωμένη πεποίθησή μου ότι η Τουρκία δεν θα προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την επίλυση των ουσιαστικών διαφορών γειτονίας με την Ελλάδα, αλλά για να δημιουργήσει διπλωματικό αδιέξοδο, με στόχο τη δημιουργία εκνευρισμού στην Αθήνα. Για τον λόγο αυτόν η ατζέντα της αλλά και η ρητορική της θα αναδεικνύουν θέματα με στόχο την πρόκληση νευρικότητας και αντανακλαστικών αποχώρησης στην ελληνική πλευρά. Ο στόχος είναι προφανής και αφορά κυρίως την παροχή επιχειρημάτων στα φιλοτουρκικά λόμπι στην Ουάσιγκτον, που θα κληθούν να αναδείξουν την υποτιθέμενη προθυμία της Τουρκίας να συζητήσει με την Ελλάδα όλα τα θέματα που αφορούν τις προοπτικές καλής γειτονίας, ενώ η Ελλάδα θα τοποθετείται στο κάδρο ως ο αρνητικός δρων.

Η Τουρκία θα επιδιώξει να «τρέξει» τις συνομιλίες των δύο πλευρών μέσα από το «παίγνιο της κότας», με σκοπό να οδηγήσει την Ελλάδα να σηκωθεί πρώτη από το τραπέζι των συνομιλιών. Γι’ αυτό και η ελληνική πλευρά οφείλει να είναι έτοιμη να απαντήσει με θέματα που και αναδεικνύουν τις τουρκικές αστοχίες που απορρέουν από συνθήκες αναφορικά με τις σχέσεις της με την Ελλάδα και τον ελληνισμό, καθώς και με ζητήματα που διεγείρουν αρνητικά τα διεθνή αντανακλαστικά. Τα επιχειρήματα αυτά επιλέγω για λόγους εθνικού συμφέροντος να μην τα αναφέρω εδώ, αλλά διαφωνώ πλήρως με το επιχείρημα που έχει εμφανιστεί στη δημόσια σφαίρα διαλόγου ότι δεν έχουμε τίποτε να διεκδικήσουμε από την απέναντι πλευρά, πόσο μάλλον όταν η διεκδίκηση αυτή αναδεικνύει τις αρχές της διεθνούς νομιμότητας και όχι απλώς κεφαλαίων της ημέτερης εθνικής ατζέντας. Εν κατακλείδι, και στο τραπέζι των συνομιλιών πρέπει να καθίσουμε, αλλά και να σηκωθούμε, τελευταίοι. Το μεσοδιάστημα θα αφορά τη διπλωματική διαχείριση ουσίας αλλά και εντυπώσεων.

Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι καθηγητής Θεωρίας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT