Πώς έκλεβα το Δημόσιο…

3' 44" χρόνος ανάγνωσης

Με ενδιαφέρει πολύ να μάθω τι έχει γίνει με την ψηφιακή κάρτα εργασίας. Εφαρμόστηκε στο Δημόσιο; Και στις ΔΕΚΟ; Και σε όλες τις ΔΕΚΟ; Οι οποίες –εδώ που τα λέμε– πόσες είναι άραγε; Εχω, βλέπετε, κάτι χρωστούμενα με αυτές τις κάρτες, που άλλοτε τις χτύπαγες σε ένα μηχάνημα, όπως θα σας εξηγήσω εδώ.

Τους προϊστορικούς εκείνους χρόνους, όταν η μεταπολεμική Ελλάδα ήταν θεόφτωχη, πανέμορφη και δουλευταρού (όπως ακριβώς μπορούν οι σημερινοί να τη δουν στις θαυμάσιες φωτογραφίες του McCabe) και η «κρουαζιέρα» ήταν λέξη άγνωστη, η βασίλισσα Φρειδερίκη οργάνωσε ένα τουριστικό event παγκοσμίου εμβελείας: Κάλεσε για μια βόλτα στα ελληνικά νησιά εκατό πρίγκιπες και βασιλιάδες. Το πλοίο «Αγαμέμνων», που το προσέφερε ο Μάρκος Νομικός, είχε μεγάλες καμπίνες, πισίνες, αίθουσες προβολής ταινιών και χορευτικές πίστες. Οι καλεσμένοι πέρασαν ονειρεμένα και η Ελλάδα έγινε μονομιάς πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες και κύριο θέμα στα πιο σπουδαία εικονογραφημένα περιοδικά του κόσμου για πολλές ημέρες.

Εδώ θα μπορούσαμε να ανοίξουμε μια μεγάλη συζήτηση: Θα είχαμε προχωρήσει καλύτερα αν εργαζόμασταν έκτοτε προς την κατεύθυνση του πολυτελούς τουρισμού –πρότυπο ήταν τότε η πανάκριβη Ελβετία– αντί να χτίσουμε όλα εκείνα τα «Ξενία», να στοχεύσουμε δηλαδή στον μετρίου εισοδήματος τουρίστα; Μια βιομηχανία είναι ο τουρισμός: Τι μας κοστίζουν και πόσα μας αφήνουν σήμερα τα 20 και πλέον εκατομμύρια ανθρώπων, που αρχίζει πια να μην τους αντέχει ούτε η Ακρόπολη ούτε τα νησιά μας; Και τι θα ήταν το κέρδος μας αν είχαμε σήμερα κυρίως πεντάστερα και πανάκριβα συγκροτήματα – δηλαδή μεγάλα βαλάντια και λιγότερα άτομα;

Οπωσδήποτε διαλέξαμε τότε τα «Ξενία» και η προεδρία της κυβερνήσεως απέκτησε μια Γενική Γραμματεία Τουρισμού, της οποίας διευθυντής Διαφημίσεως ορίστηκε το 1959 ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος. Ο Φραγκόπουλος ήταν συγγραφέας, ποιητής, ικανότατος και χαριτωμένος άνθρωπος, πολύγλωσσος, με γερή κλασική παιδεία και μυαλό εύφορο. Αυτός, προκειμένου να τραβήξουμε προς την Ελλάδα ένα μέρος από τα πλήθη που ήδη κατέκλυζαν τη Ρώμη, επινόησε το εξής σλόγκαν για τα γραφεία μας εκεί: «When in Rome, do as the Romans did: Go to Greece!» (Οταν βρίσκεσαι στη Ρώμη, κάμε ό,τι και οι Ρωμαίοι: Πήγαινε στην Ελλάδα!).

Προσωπική γραμματέας του Φραγκόπουλου, προσελήφθην κι εγώ και άρχισα να χτυπάω κάρτα στις 8.00 και πάλι την ώρα που έφευγα. Που δεν ήταν ποτέ η ώρα 2.00, όταν σχολούσαν όλοι οι άλλοι, διότι τότε ησύχαζε η κίνηση και μπορούσε να συνεργαστεί ο γενικός γραμματέας, ο Φωκάς, με τους διαφόρους διευθυντάς των τμημάτων. Ετσι πήγαινε 3.00 ή και πολύ αργότερα μέχρι να επιστρέψει ο προϊστάμενός μου, να μου δώσει τις οδηγίες του και να κλείσουμε τα χαρτιά μας. Φεύγοντας χτυπούσα και την κάρτα μου.

Στο μεταξύ έβλεπα το Δημόσιο εκ των έσω: ο Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού καταλάμβανε τότε ένα μέρος του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, ήταν δηλαδή όπου και το «Μπραζίλιαν», το κοσμικότερο τότε καφενείο της Αθήνας. Οι υπάλληλοι ήταν διαφόρων λογιών – κανονικοί δημόσιοι υπάλληλοι και αρκετοί σαν και μένα, έκτακτοι. Οι έκτακτοι ήταν οι πιο ενδιαφέροντες και έβγαζαν καλή δουλειά, αλλά ήταν και εκείνοι που περνούσαν περισσότερη ώρα στο «Μπραζίλιαν» παρά στο γραφείο τους. Οι κανονικοί δημόσιοι υπάλληλοι ήταν βράχοι αντοχής και νηφαλιότητος: καμία διαταγή ή κανονισμός δεν τους έβγαζε από τα κεκανονισμένα τους – κάρτες που χτυπιούνταν από μόνες τους τη σωστή ώρα, καπέλα που παρίσταναν το απουσιάζον πρόσωπο και έγγραφα που ανεζητούντο επειγόντως μεν, αλλά έκαναν δύο και τρεις ημέρες να παραδοθούν από τους υπαλλήλους της Γραμματείας. Με αγανάκτηση τα διαπίστωνα αυτά, γιατί έως τότε είχα εργαστεί σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπου οι κοπανατζήδες δεν επιζούσαν – το μάτι του ιδιοκτήτη τους παρακολουθούσε όλους, αλλά επίσης ντρεπόταν και ο ένας συνάδελφος τον άλλον.

Δεν ενδιέφερε καθόλου τον προσωπάρχη το τι έκανα εγώ μετά τις 2.00. Την κάρτα έπρεπε να τη χτυπώ στις 2.00, και μετά, αν μου έκανε κέφι, ας έμενα και μέχρι τα μεσάνυχτα.

Εδώ ιδιοκτήτης δεν υπήρχε, αλλά υπήρχε, λέει, προσωπάρχης. Δεν τον είχα δει ποτέ μου, αλλά περίμενα πως θα επέμβει και θα βάλει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του.

Ο προσωπάρχης πράγματι επενέβη. Με κάλεσε και με ύφος βλοσυρό και τόνο καταγγελτικό ζήτησε να μάθει γιατί δεν χτυπούσα την κάρτα μου στις 2.00.

«Διότι δεν φεύγω στις 2.00», του απάντησα. Και άρχισα να εξηγώ τον λόγο, αλλά με έκοψε. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου το τι έκανα εγώ μετά τις 2.00. Την κάρτα έπρεπε να τη χτυπώ στις 2.00, και μετά, αν μου έκανε κέφι, ας έμενα και μέχρι τα μεσάνυχτα.

Δεν πολυκαίρισα στον ΕΟΤ. Αλλά όσο έμεινα, εξαπατούσα, κατ’ εντολήν του Δημοσίου (του προσωπάρχη), το Δημόσιο (τον επόπτη εργασίας) εις βάρος μου!

Είναι να μη σου μείνει καημός με κάτι τέτοια;

Η κ. Αθηνά Κακούρη είναι συγγραφέας.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT