Εργασία συνταξιούχων: γιατί τόσο λίγη;

Εργασία συνταξιούχων: γιατί τόσο λίγη;

3' 12" χρόνος ανάγνωσης

Τα άτομα ηλικίας 50-75 ετών είναι εκείνη η ομάδα του πληθυσμού που αυξάνεται ταχύτερα. Γιατί δεν αξιοποιείται;

Από την πλευρά της παραγωγής, σε όλη την Ευρώπη η στενότητα στην εξεύρεση εργατικού δυναμικού είναι ανασχετικός παράγοντας της ανάκαμψης. Η απασχόληση του ήδη ενσωματωμένου πληθυσμού μεγαλύτερης ηλικίας προβάλλει ως πολύ πιο άμεσα υλοποιήσιμος στόχος από άλλες πηγές όπως η μετανάστευση, χωρίς να απαιτούνται οι κοινωνικές υποδομές που θα επιτρέψουν τη συμμετοχή μητέρων ή την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων. Γιατί, παρά ταύτα, παραμένει η απασχόληση των μεγαλύτερων τόσο περιορισμένη;

Από την πλευρά της αναζήτησης εργασίας, σε αυτήν την ομάδα πληθυσμού το μεγαλύτερο τμήμα είναι συνταξιούχοι, οι οποίοι όμως αντιμετωπίζονται ως τελεσίδικα αποσυρθέντες. Στην Ελλάδα, διακρίνονται σε δύο ομάδες: Πρώτον, όσοι συνταξιοδοτήθηκαν προ της αύξησης των ορίων ηλικίας. Αυτοί έχουν υποστεί περικοπές στις συντάξεις τους, μεγαλύτερες γι’ αυτούς με περισσότερες εισφορές. Δεύτερον, όσοι αποχωρούν μετά το 2016, που δικαιούνται συντάξεις σημαντικά μικρότερες των προκατόχων τους, αλλά και των προσδοκιών των ιδίων. Και οι δύο ομάδες έχουν ανεπαρκή εισοδήματα. Η λογική του συστήματος είναι ότι βελτίωση προκύπτει μόνον από επιπλέον εργασία. Παρά ταύτα, η διάθεση για εργασία των συνταξιούχων είναι και αυτή μικρή.

Ετσι προκύπτει το διπλό αίνιγμα: Οι εργοδότες θα έπρεπε να προσπαθούν να προσελκύουν συνταξιούχους, αλλά δεν το κάνουν. Οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να θέλουν να καθυστερήσουν τη συνταξιοδότησή τους, αλλά οι αιτήσεις συσσωρεύονται. Οι συνταξιούχοι, όσοι μπορούν, θα έπρεπε να αναζητούν ευκαιρίες τόνωσης του εισοδήματός του, αλλά περιμένουν μόνο αναβίωση του ΕΚΑΣ. Τι συμβαίνει;

Σε μελέτη του N. Goll, που εξετάζει δείγμα 22.000 συνταξιούχων ηλικίας 50-75 ετών από 13 χώρες, περιλαμβάνεται και η Ελλάδα (στοιχεία SHARE). Οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά εργαζομένων συνταξιούχων είναι η Ελλάδα, η Ισπανία, η Ιταλία και το Βέλγιο με 5%, ενώ ο μέσος όρος είναι 13%. Η Σουηδία και η Ελβετία υπερβαίνουν το 25%. Η μελέτη εξετάζει τους λόγους που ωθούν έναν συνταξιούχο στην εργασία: την ηλικία (οι νεότεροι εργάζονται) και την υγεία. Οι συνταξιούχοι που εργάζονται είναι πιο εύποροι και χαρακτηρίζονται από υψηλότερη εκπαίδευση. Το διαζύγιο συχνά υπαγορεύει την εργασία, κυρίως για γυναίκες. Πάντως, όταν η μελέτη αξιολογεί τη σχετική συμβολή κάθε παράγοντα στην τελική απόφαση, η νομοθεσία γύρω από τις συντάξεις δεσπόζει – τριπλάσια σημασία από την υγεία, διπλάσια από την ηλικία και την εκπαίδευση. Η μελέτη καταλήγει ότι το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται από τα κίνητρα και τη στάση του νομοθέτη. «Είναι έτσι επειδή έτσι το θελήσαμε».

Πράγματι, στις 13 χώρες της μελέτης, η Ελλάδα είναι η μόνη που επέβαλε γενικευμένους περιορισμούς στην εργασία συνταξιούχων (οι λοιπές, πλην Ισπανίας, δεν είχαν κανένα περιορισμό μετά τη γενική ηλικία συνταξιοδότησης). Οι περιορισμοί αυτοί παλαιότερα ήταν πιο αυστηροί, αν και η τάση από το 2015 είναι προς κάποια χαλάρωση. Πώς εξηγείται η εχθρική στάση της Ελλάδας;

Υπάρχει ένας θεμιτός λόγος (που δεν ισχύει πια) και ένας αθέμιτος που εξακολουθεί να επικρατεί. Ο θεμιτός λόγος είναι η ύπαρξη προ του 2016 χαμηλών ορίων ηλικίας και κατακερματισμένων Ταμείων. Αυτό ενθάρρυνε την ταχύτερη δυνατή συνταξιοδότηση με παράλληλη απασχόληση σε άλλη εργασία. Μετά τον ριζικό περιορισμό του κατακερματισμού, η ένσταση αυτή έχει πάψει να ισχύει.

Ο αθέμιτος λόγος αντιλαμβάνεται την αγορά εργασίας σαν παιχνίδι με μουσικές καρέκλες: Αν δουλεύει κάποιος, «παίρνει τη δουλειά άλλου». Η δοξασία αυτή (η «πλάνη του σταθερού αποθέματος εργασίας») καταρρίφθηκε από την οικονομική θεωρία το 1860, αλλά εξακολουθεί να χρωματίζει τις αντιλήψεις. Ετσι περιθωριοποιούνται οι συνταξιούχοι, οι γυναίκες, οι αλλοδαποί και πλείστοι άλλοι. Από την επιθυμία να περιοριστούν οι ανταγωνιστές εκπορεύονται, τελικά, τα αντικίνητρα για την εργασία συνταξιούχων – παλαιότερα και τώρα.

Πριν εμπλακούμε σε συζήτηση για τις λεπτομέρειες του πώς θα αποθαρρύνεται η εργασία συνταξιούχων, πόσα γραφειοκρατικά εμπόδια θα πρέπει να υψώσουμε και αν αξίζει η επινόηση νέων κατωφλίων και «κοφτών», οφείλουμε να ξέρουμε αν θα έπρεπε να σταματάμε κάποιον –που μπορεί και θέλει– από το να εργάζεται. Αν το σκεφτούμε καλά, η απάντηση πρέπει να είναι: όχι.

Ο κ. Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT