Μνήμη Αγγελου Δεληβορριά

4' 42" χρόνος ανάγνωσης

«Και προσοχή. Με δύο ρω το επώνυμό μου. Δεληβορ-ριάς. Ν’ ακούγεται άνεμος. -Οπως ο Βορράς; -Οχι. Οπως τα ρω του έρωτα. Για την Αφροδίτη μιλάμε».

Ναι. Για την Αφροδίτη μιλούσαμε στο Μουσείο Μπενάκη με τον Αγγελο Δεληβορριά έναν αιώνα πριν, ή μάλλον μια χιλιετία πριν, και σε διάλεκτο μεταϋπερρεαλιστική. Για την Αφροδίτη και τις μορφές του αγαλματένιου κάλλους της. Αλλά και για τη δική του αγωνία να πει την ιστορία της θεάς με λέξεις σχεδόν εξίσου πλήρεις και οριστικές με το πάντοτε πλήρες και οριστικό μάρμαρο. Ηθελε λοιπόν ένα επιπλέον βλέμμα στο γραπτό του. Περιττό αποδείχτηκε επί της ουσίας το βλέμμα αυτό, το ίδιο πάντως βγήκε σαφώς ωφελημένο από την ευεργετική ανάγνωση μιας αφήγησης που η επιστημονική της κυριολεξία και αυστηρότητα εμπεδωνόταν στο κατορθωμένο προσωπικό ύφος.

Θαρρείς και ήταν ένας νεοπροσήλυτος της γραφής ο Δεληβορριάς, και όχι ήδη ένας διάκονός της σεβαστικός απέναντι στους ορισμούς και τις απαιτήσεις της, γι’ αυτό και γλαφυρός μες στην πολλή επιστημοσύνη του, με τις πολλές σημασίες του επιθέτου «γλαφυρός»· ενός επιθέτου ομόρριζου του «γλυπτός», όπως δεν θυμόμαστε κάθε φορά που μας το ψιθυρίζει στο αυτί ο επί αμηχανίας θεός, όταν δηλαδή θέλουμε να πούμε κατιτίς θετικό για το ύφος ενός λογοτεχνήματος, να μην είναι όμως και ιδιαίτερα τιμητικό. «Κανονικά» το «γλαφυρός» αυτό είναι ένας από τους βαρύτερους επαίνους που θα μπορούσαμε να επιφυλάξουμε σ’ ένα κείμενο. Φοβάμαι όμως ότι κατάντησε σκέτο τσόφλι αδειανό, όπως τα περίφημα «γραφικά ακρογιάλια».

Τελειομανής λοιπόν ο Δεληβορριάς; Μα αν δεν κυνηγάς το τέλειο, οργανωμένα, συστηματικά, επίμονα, προπαντός επίμονα, θα καταντήσεις γρήγορα να χαιρετάς απογοητευμένος από μακριά ακόμα και το μέτριο. Με το υψηλά ποιοτικό να τον περιβάλλει ανέκαθεν, είτε για τους δασκάλους του μιλήσουμε και για τους φιλικά γνωρίμους του (τον Ι.Θ. Κακριδή, τον Λίνο Πολίτη, τον Εμμανουήλ Κριαρά και τον Γιώργο Μπακαλάκη, αφενός, για να ονοματίσω ορισμένους, και αφετέρου τον Χρήστο και τη Σέμνη Καρούζου, τον Μαρίνο Καλλιγά, τον Σπύρο Βασιλείου, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Οδυσσέα Ελύτη, την Αννα Σικελιανού), είτε για το κάλλος και την ηθική του που μας κληροδότησε η αρχαιότητα, λογικό ήταν να διεκδικήσει εξαρχής και διά βίου «να μυρίσει το άριστον». Το πιστοποιούν τα έργα των χειρών και του μυαλού του· της μυαλωμένης καρδιάς του καλύτερα, αφού ό,τι μεθόδευε ψύχραιμα ο έμπειρος νους, σε κάθε πεδίο, είχε γεννηθεί σαν ιδέα σε θερμοκρασία συναισθηματικής πυράς.

«Σκέφτεσαι με την καρδιά σου και αγαπάς με το μυαλό σου» είχε πει σε συνέντευξή του στη Μαίρη Αδαμοπούλου («Τα Νέα», Ιανουάριος 2014), όταν αποφάσισε πως είχε έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να αποχωρήσει από τη διεύθυνση του Μουσείου Μπενάκη, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες. Τίποτε το καινοτόμο δεν συντελείται με άλλον τρόπο, τίποτε το πρωτοποριακό δεν τελεσφορεί. Και όπως πανθομολογείται, γεγονός σπάνιο, ο Δεληβορριάς καινοτόμησε λυσιτελώς σε ποικίλους τομείς.

Εκατόν ογδόντα τίτλους αριθμούν τα γραπτά έργα των χειρών του, δημοσιευμένα σε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά, γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά. Οχτώ σελίδες καλύπτει η Εργογραφία του στον πλούσιο τόμο «Αγγελος» που αφιέρωσε στη μνήμη το Μουσείο Μπενάκη, στα πέντε χρόνια από τον θάνατο του ανθρώπου που το ανάστησε και το καθιέρωσε ως μια από τις κυριότερες εστίες της πνευματικής μας ζωής. Πρόκειται για μονογραφίες, μελέτες, άρθρα, καθώς και επιμέλειες, μοιρασμένες, κατά το περιεχόμενό τους, στις αρχαιόθεμες και σε όσες διερευνούν ζητήματα του μεταβυζαντινού πολιτισμού. Ακόμα κι αν προσθέταμε τις εκατοντάδες εκθέσεις που οργάνωσε και επιμελήθηκε, στην Ελλάδα και σε μεγάλες πόλεις του εξωτερικού, εκθέσεις που χάρη στην ποιότητα και την ευκρίνεια της διήγησης που στοιχειοθετούσαν έκθεμα το έκθεμα, κατέκτησαν την περιωπή του μείζονος καλλιτεχνικού-πνευματικού γεγονότος, και πάλι τα μαθηματικά της ακάματης δραστηριότητας θα αναδείκνυαν ένα μικρό μόνο τμήμα της εικόνας.

Είναι δύσκολο να συλλάβουμε το μέγεθος και το βάθος της σφραγίδας του πάνω στο σώμα της Αθήνας.

Είναι δύσκολο –αλλά και ταυτόχρονα πολύ εύκολο– να συλλάβουμε το μέγεθος και το βάθος της σφραγίδας του Δεληβορριά πάνω στο σώμα της Αθήνας. Την υπεραγαπούσε την πρωτεύουσα, κι ας μην ήταν πια, όπως το ‘λεγε, η παλαμική «ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι». Και την άλλαξε όσο την άλλαξαν ελάχιστοι απ’ όσους είχαν τετραετία την τετραετία την πολιτική και διοικητική ευθύνη να την αλλάξουν, να την προστατέψουν έστω: πρωθυπουργοί, υπουργοί, περιφερειάρχες, δήμαρχοι.

Να λύσει το κυκλοφοριακό δεν θα μπορούσε. Δεν ήταν αυτός ο τομέας της ευθύνης του, αν και είμαι σίγουρος ότι και για το ζήτημα αυτό οι ιδέες του θα ήταν κατά πολύ φρονιμότερες απ’ όλα τα μέχρι στιγμής σωτηριώδη σχέδια. Γιατί, πολύ απλά, θα ήταν οι ιδέες ενός πολίτη-δημότη που περπατούσε στην πόλη του, την ήξερε και την ένιωθε με κάθε κύτταρό του, γνώριζε καταλεπτώς το παρελθόν της, το λαμπρό αλλά και το θεοσκότεινο. Και κυρίως, αγωνιούσε για το μέλλον της για λόγους εντελώς διαφορετικούς από τους λόγους που υπαγορεύει ο έρωτας της κάλπης.

Θα ‘χε βέβαια να πολεμήσει με το τέρας της υπναλέας αδράνειας, της γραφειοκρατικής νωθρότητας, της ανεύθυνης αναβλητικότητας, του ωχαδερφισμού, της μετριοκρατίας που αναπόφευκτα επιβάλλει η ημετεροκρατία. Με το τέρας μιας δημόσιας διοίκησης που έμαθε να πορεύεται καβουροτρόπως. Να ‘χει καβούρια στην τσέπη της, όταν πρέπει να συντρέξει εγχειρήματα που και το δικαιούνται και το αξίζουν. Και να προχωρεί κατά προτίμηση οπισθοδρομώντας ή διαλέγοντας την πορεία με τα περισσότερα εμπόδια. Αλλά ακόμα κι εκεί θα τα κατάφερνε ο Δεληβορριάς, έτσι οπλισμένος καθώς ήταν με «υπομονή, αντοχή και ρωμαίικο πείσμα», όπως ο ίδιος προσδιόριζε τις αρετές ενός διευθυντή, μιλώντας στη Μαργαρίτα Πουρνάρα («Καθημερινή», Νοέμβριος 2014). Οπως τα κατάφερε και με το Μουσείο Μπενάκη, τη διεύθυνση του οποίου ανέλαβε το 1973.

Σαράντα χρόνια πόλεμος ήταν η θητεία του Αγγελου Δεληβορριά. Αλλά και σαράντα χρόνια υψηλής δημιουργίας. Γι’ αυτά όμως την επόμενη Κυριακή.

* Ομιλία στην παρουσίαση του τόμου «Αγγελος: Αφιέρωμα στη μνήμη του Αγγελου Δεληβορριά» (συντακτική επιτροπή Ειρήνη Γερουλάνου, Γιώργος Μαγγίνης, Μάρια Διαμάντη, Μουσείο Μπενάκη, 2023), που έγινε στο Μουσείο Μπενάκη στις 20.6.2023.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT