Διαπραγματεύσεις και πραγματικότητες

Διαπραγματεύσεις και πραγματικότητες

2' 18" χρόνος ανάγνωσης

Ελλάδα και Τουρκία ξεκίνησαν μια συνολική προσπάθεια ομαλοποίησης των σχέσεών τους. Η πορεία δεν θα είναι εύκολη και σε κάθε βήμα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ανατροπής, ακόμη και πλήρους κατάρρευσης. Μέχρι στιγμής, πάντως, το κλίμα είναι σχετικά καλό. Ελπίζεται πως έκλεισε, προς το παρόν τουλάχιστον, το επικίνδυνο κεφάλαιο που άρχισε με τις ακρότητες στον Εβρο και στο Αιγαίο, που έφθασαν στα όρια της σύρραξης το ’20, συνεχίστηκε με τις ευθείες απειλές Ερντογάν και άλλων αξιωματούχων ότι «θα έρθουν ξαφνικά ένα βράδυ» και έφθασε στο πλήρες «πάγωμα» των σχέσεων και το «γιοκ Μητσοτάκης» μετά την επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον, όπου συνάντησε τον πρόεδρο Μπάιντεν και μίλησε στο Κογκρέσο.

Είναι σαφές ότι υπό την πίεση της πραγματικότητας και των δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Τουρκία, ο Ταγίπ Ερντογάν αναζητεί νέες ισορροπίες με τις χώρες της περιοχής –Ισραήλ, Συρία, Αίγυπτο– και ως έναν βαθμό σε ανάλογο πλαίσιο εντάσσεται και η αλλαγή συμπεριφοράς έναντι της Ελλάδας.

Ο Τούρκος πρόεδρος είναι πραγματιστής. Και στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων η «πραγματικότητα» που αντιμετωπίζει έχει πολλές πτυχές. Η πρώτη είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι ισότιμο μέλος της Ε.Ε. και εκ των πραγμάτων έχει λόγο σε ό,τι αφορά τη βελτίωση της σχέσης της Ενωσης με την Αγκυρα και τα οφέλη που αυτή θα αποφέρει στην τουρκική οικονομία.

Η δεύτερη είναι η επιρροή του ελληνισμού στην Ουάσιγκτον, η οποία αντανακλάται και στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Τουρκία σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της αμυντικής της ικανότητας. Καθίσταται σαφές ότι οι απειλές κατά της Ελλάδας και οι υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά έχουν κόστος.

Η τρίτη, που έως ένα βαθμό λειτουργεί συμπληρωματικά προς τη δεύτερη, είναι η σταθερή εμβάθυνση της σχέσης Αθήνας – Ουάσιγκτον η οποία μετεξελίσσεται σε στρατηγική συνεργασία που υπηρετεί σημαντικά γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, όπως επιβεβαιώνεται στην περίπτωση του πολέμου της Ουκρανίας.

Τέλος, η γενικότερα ανεξέλεγκτη συμπεριφορά της Τουρκίας, με αποκορύφωμα την προμήθεια των ρωσικών S-400, ενοχλεί τη Δύση και είχε ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό της από το πρόγραμμα των F-35 και τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται στην αγορά και αναβάθμιση των F-16.

Ο Ταγίπ Ερντογάν αρέσκεται στην προβολή μιας πιο ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής, ωστόσο δεν έχει την πολυτέλεια της πλήρους απομόνωσης από την Αμερική και την Ευρώπη ή μιας παρατεταμένης συγκρουσιακής σχέσης με όλες σχεδόν τις χώρες της περιοχής.

Υπό αυτό το πρίσμα, το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» απαντάει μεν σε εθνικιστικά ανακλαστικά στο εσωτερικό, αλλά δεν βοηθάει την Τουρκία να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της στην οικονομία, στην άμυνα, ακόμη και στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.

Στο περιβάλλον που δημιουργούν οι παραπάνω πραγματικότητες ξεκινούν σε ενάμιση μήνα οι διαπραγματεύσεις ουσίας σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών. Αν η Αγκυρα πεισθεί ότι ο αναθεωρητισμός, σε όλες τις εκφάνσεις του, δεν την ωφελεί, αλλά της κοστίζει, μπορεί να υπάρξει πρόοδος και να ανοίξει ο δρόμος για την ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT