Στο νερό, εν ψυχρώ

3' 47" χρόνος ανάγνωσης

Ηξεραν όλα όσα μπορεί να προκαλέσει σε έναν άνθρωπο η βίαιη απώθησή του από τον καταπέλτη ενός πλοίου. Γνώριζαν πολύ καλά τον κίνδυνο τραυματισμού στην καλύτερη περίπτωση και τον κίνδυνο θανάτου, στη χειρότερη. Οχι μόνο επειδή είναι μέλη του πληρώματος και άρα η ιδιότητά τους προλαβαίνει την όποια υποψία άγνοιας, αλλά και επειδή ο κίνδυνος είναι προφανής ακόμη και στο πιο απονήρευτο μάτι· εκείνα τα αμήχανα δευτερόλεπτα πάνω στον καταπέλτη θα ενέπνεαν αυτόματη ανησυχία, ακόμα κι αν η κατάληξη των ασταθών βημάτων δεν ήταν μοιραία. Ανεξάρτητα, όμως, από τα λιγότερο ή περισσότερο ζοφερά ενδεχόμενα, τα μέλη του πληρώματος ήξεραν ότι κανένα πρωτόκολλο δεν δικαιολογεί τη βίαιη απώθηση, ενώ το πλοίο βρίσκεται σε κίνηση και ο επίδοξος επιβάτης παραπαίει σε μια κεκλιμένη επιφάνεια μεταξύ στεριάς και πλοίου. Η πιο συνταρακτική πτυχή του περιστατικού στο λιμάνι του Πειραιά, λοιπόν, είναι ότι δεν υπάρχει δικαιολογία: ένας άνθρωπος εξωθήθηκε στον θάνατό του εν ψυχρώ, χωρίς λόγο, χωρίς τίποτα να εξηγεί το παράλογο του πράγματος, πέρα από την πρωτόγνωρη και ατυπική αναλγησία του πληρώματος.

Η κάζουαλ βία

Είναι όμως πράγματι πρωτόγνωρη και ατυπική αυτή η απουσία ενσυναίσθησης; Μπροστά σε τραγικά περιστατικά σαν αυτό, τείνουμε να ξορκίζουμε το κακό που μας κυκλώνει, επιδιδόμενοι σε αυθαίρετους στατιστικούς απομονωτισμούς: οι δράστες είναι μία μειοψηφία, προβληματικά άτομα, δεν έχουν καμία σχέση με εμάς, λέμε. Η πραγματικότητα, όμως, διαψεύδει τον εφησυχασμό της αισιόδοξης αποστασιοποίησης. Από τους μαχαιροβγάλτες φίλαθλους και τους αυτόκλητους σερίφηδες, μέχρι τους τύπους που ρίχνουν ανενδοίαστα στη θάλασσα έναν ευάλωτο άνθρωπο, παρατηρούμε την επανάληψη ενός μοτίβου, μιας ψυχολογικής και συμπεριφορικής μανιέρας που κατατείνει σε μια γενικευμένη κατάσταση απανθρωπιάς. Η ελληνική κοινωνία πασχίζει να αποδείξει ότι η βία και η ανασφάλεια που τη μαστίζουν είναι εξαιρέσεις, αλλά οι εξαιρέσεις δεν μοιάζουν και τόσο εξαιρετικές. Δεν θα έπρεπε να είναι επικίνδυνο να επιβιβαστεί κανείς σε ένα πλοίο· δεν θα έπρεπε να είναι τόσο εύκολο για δύο μέλη πληρώματος να ρίξουν στη θάλασσα έναν άνθρωπο και να συνεχίσουν τη δουλειά τους σαν να μη συνέβη τίποτα, χωρίς να του πετάξουν έστω ένα σωσίβιο. Ο «κάζουαλ» χαρακτήρας της βίας είναι που την κάνει τόσο ανησυχαστική.

Κακοί, γιατί έτσι

Θα ακουστούν πολλές μεγαλόστομες κοινοτοπίες για τα αίτια της τραγωδίας: έχουν ήδη αρχίσει τα «ήταν η κακιά στιγμή», τα «είναι θέμα παιδείας», τα «καληνύχτα Κεμάλ» και τα στομφώδη κατηγορώ για τον «εκφασισμό της κοινωνίας» (ο φασισμός εδώ λειτουργεί ως πασπαρτού για την περιγραφή κάθε δυσάρεστης κατάστασης και κάπως έτσι ξεπλένεται κιόλας). Πολλά από τα κλισέ έχουν ρίζες στην αλήθεια: η ελληνική κοινωνία, για παράδειγμα, έχει όντως ελλιπέστατη ανθρωπιστική διαπαιδαγώγηση και αποτιμά την ανθρώπινη ζωή κυνικά, με όρους ιδεολογικού συμφέροντος. Συχνά, μάλιστα, για να αναγνωρίσουμε ή να συμπονέσουμε ένα θύμα πρέπει πρώτα να μάθουμε σε ποια τάξη ανήκει, τι ψηφίζει και με ποιους κάνει παρέα – δεν μας αρκεί η αδικία που υπέστη ή το έγκλημα που τελέστηκε εις βάρος του. Πρέπει όμως να είμαστε ειλικρινείς και να παραδεχτούμε αυτό που ισχύει πριν και ανεξάρτητα από τις πολυφωνικές καταγγελίες και τις πολυσχιδείς αναλύσεις: αυτοί που πέταξαν τον άτυχο Αντώνη στη θάλασσα, το έκαναν κυρίως επειδή μπορούσαν· επειδή ζουν σε μία χώρα όπου οι παραβατικές συμπεριφορές δεν τιμωρούνται, ο αυταρχισμός θεωρείται μαγκιά αντί να αποδοκιμάζεται και η βία διαπερνά με χαλαρότητα τόσο πολλές εκφάνσεις της καθημερινότητας, ώστε παύει πια να λογίζεται ως βία· επειδή είναι πιθανό να έχουν ξαναφερθεί ριψοκίνδυνα και εγκληματικά στο παρελθόν, χωρίς κανένας να τους πει οτιδήποτε.

Υπουργική αναισθησία

Η αντίδραση του υπουργού Ναυτιλίας δεν είναι άσχετη με το πρόβλημα. Αφού πρώτα μας χάρισε μιαν ανάρμοστη ενημέρωση σχετικά με τη «χρονιά-ρεκόρ» που είχαμε στην ελληνική ακτοπλοΐα, προκειμένου να μας αποδείξει, χωρίς να αντιλαμβάνεται την ειρωνεία, πόσο ασφαλή και αξιόπιστα είναι τα πλοία μας, έσπευσε να σημειώσει ότι εκτός από εκείνους που θρηνούν τον αδικοχαμένο, υπάρχουν κι εκείνοι που θρηνούν γι’ αυτούς που «πήγαν να κάνουν τη δουλειά τους και σήμερα βρίσκονται κατηγορούμενοι». Η απάθεια μπροστά στην τραγωδία, η εξομοίωση του θύματος με τον θύτη και ο επιπόλαιος συμψηφισμός των δύο πλευρών είναι ενδεικτικά του πώς οι πολίτες εκπαιδεύονται διαχρονικά από την πολιτεία να υποβαθμίζουν τις κοινωνικές παθογένειες και να προχωρούν παρακάτω, διαιωνίζοντάς τες ανεπίγνωστα. Το «σιγά μωρέ» δεν είναι ένα ακόμη κωμικό στερεότυπο, αλλά η νοσηρή νοοτροπία που κάποιοι εξέθρεψαν και συνεχίζουν να εκτρέφουν από θέση ισχύος.

Κάμερα, ευτυχώς

Υπάρχει κάτι χειρότερο από ένα έγκλημα κι έναν αδικοχαμένο: ένα έγκλημα που δεν αφήνει ίχνη κι ένας αδικοχαμένος που δεν βρίσκει το δίκιο του ούτε μετά θάνατον. Εχει ενδιαφέρον να σκεφτούμε πόση σημασία θα δίναμε στο περιστατικό αν δεν υπήρχε μια κάμερα να το καταγράψει. Ενδιαφέρον έχει, επίσης, να σκεφτούμε σε πόσα περιστατικά σαν αυτό δεν δώσαμε σημασία, ακριβώς επειδή δεν καταγράφηκαν ποτέ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT