Η γελοιογραφία ως ταυτότητα

4' 22" χρόνος ανάγνωσης

Αυτά που διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας, στον δημόσιο βίο, δεν είναι ευκαιριακά γεγονότα, αιφνιδιαστικά κι αναπάντεχα, όσο κι αν ενσκήπτουν ως ακραία φαινόμενα. Ολα έχουν αιτιώδη διαδρομή, αποκαλυπτικές εξηγήσεις και δραματικές διαχρονικές συνέπειες. Η σημερινή πραγματικότητα είναι «η Ιστορία εν τω γίγνεσθαι», του παρόντος και του μελλοντικού, συλλογικού και προσωπικού χρόνου και βίου. Αυτή η ζώσα ιστορικότητα της καθημερινότητας είναι το υπαρκτό πεδίο στο οποίο δοκιμάζονται κοινωνικές αξίες και πολιτικές δράσεις, οι θεσμικές και πολιτισμικές λειτουργίες της συνταγματικής δημοκρατικής πολιτείας μας. Αλλωστε, ουσιαστικό κριτήριο για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος μιας χώρας είναι η ποιότητα και οι δημιουργικές συνθήκες στον δημόσιο χώρο. Γι’ αυτό και η διεκδίκηση δημόσιου βίου με διαφάνεια, δημοκρατική νομιμότητα, δικαιοσύνη και αλληλεγγύη είναι από τα συνταγματικά δικαιώματα αντίστασης στη διαφθορά και στη διαπλοκή, στις ανισότητες και αδικίες, στην αυθαιρεσία και ανεπάρκεια. Είναι δικαιώματα πραγματικής άσκησης κι όχι φραστικής διακήρυξης, που ριζοσπαστικοποιούν την πολιτική και κοινωνική παρέμβαση, απέναντι στα κηρύγματα ρεαλιστικού πραγματισμού, που γίνεται πρόσχημα ενός διαβρωτικού αμοραλισμού.

Κάθε χρόνο τραυματικά γεγονότα και καταστροφικές απώλειες ματώνουν, μικραίνουν και φτωχαίνουν την Ελλάδα. Η δημοκρατική Ελλάδα, σε διαρκή κρίση, είναι πια μια προβληματική κι αντιφατική Ελλάδα, με δραματικά περιορισμένη την ενατένιση του ορίζοντα των επόμενων δεκαετιών. Συντελούνται εθνικές τραγωδίες, που αποτελούν ιστορικό συλλογικό τραύμα έτσι όπως επαναλαμβάνονται, αθροίζοντας απώλειες κοινωνικού και παραγωγικού δυναμικού, συλλογικών αγαθών και πόρων. Πρόσθετη διάσταση αυτής της εθνικής τραγωδίας αποτελεί το γεγονός ότι απέναντι στη διαβρωτική πολυκρίση, το θεσμικό – πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης και κρατικής λειτουργίας βρίσκεται διαρκώς αναποτελεσματικό και αναξιόπιστο, με εντεινόμενη κρίση αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης. Οι εναλλασσόμενες διακηρύξεις των κομμάτων που άσκησαν κυβερνητική εξουσία, για «δομικές αλλαγές», «εκσυγχρονισμό», «επανίδρυση του κράτους», «αναδιάρθρωση με αριστερό πρόσημο», «επιτελικό κράτος και μεταρρυθμίσεις», αποτελούν δημαγωγική διαχείριση των προβλημάτων από τον πελατειακό κομματικό κυβερνητισμό, χωρίς εθνικό στρα-τηγικό σχεδιασμό.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες είναι ανιστόρητο και φαιδρό, έως αποκρουστικό και αυτοκαταστροφικό, να κατακλύζεται ο δημόσιος βίος από συμπτώματα ξεπεσμού και κατάντιας. Οι επικοινωνιακές σκηνοθεσίες προβάλλουν διαθέσιμα προϊόντα ευκαιρίας του νοσηρού δημοσίου βίου, με κουραστικές κοινοτοπίες για νεωτερικά, μοντέρνα και χαρισματικά χαρακτηριστικά. Ετσι ακούγονται οι επιπόλαιες, αν όχι αναιδείς και αισθητικά προκλητικές διακηρύξεις των δρομολογημένων τακτικισμών, που αυτοεκθειάζονται ως «η φωνή της κοινωνίας» και «το φως που νικάει», «το νέο που επικρατεί». Η σημειολογία της παρακμής μετασχηματίζεται επικοινωνιακά σε ρητορεία της αλλαγής. Η λαχτάρα του πολίτη και η αγωνία της κοινωνίας για τον συνολικό μετασχηματισμό της συλλογικής μας ζωής εργαλειοποιείται δημοσκοπικά, μετατρέποντας τον δημόσιο βίο σε τσίρκο, προς θέαση και τέρψη. Πέρα, όμως, από τα διαθέσιμα πρόσωπα, που θέλουν προετοιμασμένους ρόλους πολιτικής κι εθνικής ηγεσίας, υπάρχουν οι συλλογικές λειτουργίες, φανερές και παρασκηνιακές, κομματικών και πολιτικών χώρων, που εκτρέφουν, «ανέχονται», δρομολογούν και νομιμοποιούν τέτοιες καταστάσεις. Αυτά που συμβαίνουν, με τρόπο θορυβώδη και καταιγιστικό, στο δημόσιο, πολιτικό και κομματικό πεδίο δεν είναι πολιτική. Είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από πολιτική. Δεν είναι ανανεωτικός, ανορθωτικός οραματισμός. Είναι ένας μεταμφιεσμένος «αγοραίος μεσσιανισμός», επιζήμιος κι επικίνδυνος, όταν εκδηλώνεται σε κρίσιμες και μεταβατικές συγκυρίες, σε αναστατωμένες και πληγωμένες κοινωνίες, σε πολίτες ανασφαλείς, πολλαπλά απογοητευμένους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πρόσθετη κι αποκλειστική ευθύνη για όσα αλλοτριωτικά συμβαίνουν και πανηγυρίζονται. Πέρα από την ευθύνη μιας διακυβέρνησης απαράδεκτης και μιας αντιπολίτευσης χωρίς συνέπεια, πέρα από την κομματική του λειτουργία, που μετέτρεψε τις δημοκρατικές διαδικασίες σε αρχηγικές. Εχει την ευθύνη της εκκόλαψης αυτού του εκφυλιστικού φαινομένου, που μεταλλάσσει την ταυτότητα και την υπόσταση, τις ιστορικές και κοινωνικές αναφορές ενός πολιτικού φορέα και τις μετατρέπει σε αγοραίο προϊόν ενός χωρίς όρια και αιδώ παραγοντισμού. Δεν πρόκειται περί συνασπισμού κοινωνικών και πολιτικών συλλογικοτήτων, αλλά περί συνεταιρισμού μετόχων, που συνυπάρχουν με κοινό δεσμό, πια, την εξουσιοθηρία. Δεν πρόκειται περί ριζοσπαστικής πολιτικής, αλλά περί τυχοδιωκτικής συναρμογής και προσαρμογής ομαδοποιημένων στελεχών, που συμπεριφέρονται ως ιδιοκτήτες του εσωκομματικού κατεστημένου, καθοδηγητές της κοινωνίας κι εντολοδόχοι της Ιστορίας. Αυτός ο κομματικός χώρος δεν έχει καμία σχέση με ό,τι η πολιτική κοινωνιολογία, θεωρία και ιστορία κοινωνικών αγώνων και ιδεών προσδιορίζει ως ριζοσπα-στική κι ανανεωτική Αριστερά.

Τα κόμματα δεν πεθαίνουν ούτε δολοφονούνται. Εκφυλίζονται και αυτοκαταστρέφονται. Δεν είναι οι επιδρομείς που αλώνουν ηγεσίες και μηχανισμούς. Είναι εκείνοι που παριστάνουν τους οπλαρχηγούς του κομματικού κατεστημένου, χωρίς να καταλαβαίνουν πού πατούν και πού πηγαίνουν, προδίδοντας, για άλλη μια φορά, την κοινωνική και πολιτική βάση, τα απλά μέλη, τις αρχές και αξίες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, επιβάλλοντάς τους ως καθοδήγηση τον αυτοεξευτελισμό τους. Η Αριστερά δεν τελειώνει διότι διάφοροι λαφυραγωγοί διαμοιράζονται τα ιμάτιά της. Αυτά που συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, με τον Αλέξη Τσίπρα να βρίσκει τη φωνή του, ως πρώην πρωθυπουργός και «χαρισματικός πολιτικός», όχι για τις δολοφονικές φωτιές και πλημμύρες, ούτε για τις ανθρωποκτονίες στο λιμάνι του Πειραιά, στο γήπεδο και στη Λιβύη, αλλά μόνο για να πανηγυρίσει την εκλογή του διαδόχου του και να χαριεντιστεί μαζί του, με κοινοτοπίες περί παρακαταθήκης και κοινωνικούς αγώνες εν αναμονή των παραγγελμάτων τους, βρίσκονται πέραν της μελαγχολίας της Αριστεράς. Στα όρια της γελοιογραφικής συμπεριφοράς. Πέραν του βαθμού μηδέν της πολιτικής, υπάρχει η απύθμενη ηθικοκοινωνική και πολιτικοϊστορική εξαχρείωση και εξάχνωση.

Κι όμως υπάρχουν οι διανοητές κι αγωνιστές για μια Αριστερά του 21ου αιώνα. Δεν είναι μόνο οι κεκράχτες και χειροκροτητές τού εκάστοτε αρχηγισμού, οι ντελάληδες και διαμεσολαβητές της όποιας μετάλλαξης πασχίζει να προωθηθεί στην πολιτική αγορά, ως «κύμβαλον αλαλάζον» και «μόσχος σιτευτός». Αυτοί που υπάρχουν οφείλουν να βγουν και να μιλήσουν στον κόσμο. Η ώρα της κρίσης είναι η ώρα της ευθύνης.

Ο κ. Νίκος Α. Κωνσταντόπουλος είναι νομικός, πρώην πρόεδρος του Συνασπισμού.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT