Podcasts: Ολοι έχουν κι από ένα

5' 57" χρόνος ανάγνωσης

Ολοι μπορούν να γίνουν παραγωγοί «περιεχομένου». Να τρέψουν τον εαυτό τους σε αναλώσιμο «περιεχόμενο». Βάζεις το μικρόφωνο, ξεκινάς κι όπου σε βγάλει η άκρη. Φαινομενικά, το κόστος παραγωγής είναι χαμηλό. Ενα μικρόφωνο, ίσως κάποια ηχομόνωση, κάπου να ρίξεις το έργο σου, μια πλατφόρμα. Είναι σαν τις ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις. Μία καλή και χίλιες σάπιες. Οπως όλα τα πράγματα που ανταγωνίζονται το ένα το άλλο χωρίς να χρειάζεται οπωσδήποτε κάποιος όντως να πληρώνει γι’ αυτά, υπάρχει μια ελευθερία που παράγει θόρυβο, άσχετη πληροφόρηση, θεωρίες συνωμοσίας, κουτσομπολιά, φλυαρίες και μερικά διαμαντάκια. 

Χωμένοι μέσα στις επιλογές νιώθουμε την προσθήκη κι άλλων επιλογών κάθε μέρα σαν ένα σαρωτικό κύμα από πληροφορίες. Πειράζει που δεν νιώθω πιο ελεύθερη στην ιδέα πως κάθε τρεις και λίγο παράγεται ένα podcast κάπου; Πόσο πρέπει να δείχνω πια πως η προσοχή μου είναι ένα λάστιχο που τραβιέται από δω κι από κει; Δεν θέλω να καταναλώνω περιεχόμενο κι από τ’ αυτιά, σε λίγο θα μου ’βγει από τη μύτη.

Δεν τρελαίνομαι για podcasts. Προτιμώ να διαβάζω. Το podcast προϋποθέτει ότι κάνεις κάτι, και κάτι άλλο. Πλένω τα πιάτα κι ακούω και για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικές φορές πραγματικά το κάνω. Ομως, άλλες θέλω απλώς να πλύνω τα πιάτα. Θέλω να βγάλω τον σκύλο βόλτα και σαν τρελή να συνομιλήσω με τους γείτονες. Να τρίψω το πάτωμα ακούγοντας Smiths και ραδιόφωνο κανονικό, απ’ αυτό που παίζει μουσικές. Εν ολίγοις, θέλω να μην επιμελούμαι διαρκώς εγώ η ίδια αυτά που ακούω. Μέσα στις τόσες επιλογές, καλούμαι διαρκώς να παριστάνω τον «αρχιτέκτονα» του εντελώς προσωπικού ηχητικού μου περιβάλλοντος. Το έχω νιώσει ως το απόλυτο προνόμιο της εποχής μου σε αναπόφευκτες κοινές διαδρομές με το αμάξι συγγενών. Υπό κανονικές συνθήκες, όμως, θέλω απλώς να αφεθώ σε ό,τι παίζει το ραδιόφωνο. Η επιλογή μου να εξαντλείται στο να διαλέξω σταθμό. 

Υπάρχουν καλά podcasts. Μερικά είναι κομψές διαλέξεις, σκέτη δημόσια και δωρεάν παιδεία υψηλού επιπέδου, αλλά και πάλι. Ισως μπορώ να τα βρω και να τ’ αναγνωρίσω ως τέτοια επειδή έχω απολαύσει σχεδόν μια δεκαετία αληθινής, διά ζώσης, δημόσιας και δωρεάν παιδείας. Γι’ αυτό είμαι διστακτική με τους ενθουσιώδεις αναχωρητές της mainstream εκπαίδευσης (που όλο κι ακριβαίνει). Ισως χωρίς το προνόμιο μιας βάσης, μιας θεμελιώδους εκπαίδευσης πάνω σε κάποια θέματα, να γνωρίζει κανείς ότι υπάρχει το κανάλι 4 του BBC, αλλά να «προτιμά» κουτσομπολίστικες εκπομπές ή καμένους απ’ τη δουλειά επιστήμονες που μονολογούν για το θέμα στο οποίο αφιέρωσαν τα καλύτερά τους χρόνια. Γιατί να περάσω έτσι την ώρα μου; Οταν μαθαίνω, θέλω να βλέπω και κάτι ωραίο ή σχετικό, όχι τον νεροχύτη. 

Κι όμως, υπάρχουν στιγμές που θ’ απολαύσω κάποιο podcast. Μερικές φορές κατεβάζω επεισόδια του In Our Time για τη Βιρτζίνια Γουλφ και τον Μπένγιαμιν και πάω στο πάρκο. Περπατώ και κοιτάζω τα φύλλα κι ακούω ιδέες και συζητήσεις, και νιώθω διάφορες σολιψιστικές φαντασιώσεις μου να γίνονται πραγματικότητα. Αγέρωχη και μόνη, διαλέγω τους συνομιλητές μου ή τουλάχιστον τα ηχητικά περιβάλλοντα στα οποία κινούμαι. Δεν χρειάζομαι πραγματικά κάποιον να πάμε για περπάτημα, γιατί οι πιθανότητες να μου μιλήσει για τη Βιρτζίνια Γουλφ είναι λίγες.

Το καλό podcast βρίσκεται κάπου μεταξύ μοναξιάς και ωφέλιμης μοναχικότητας. Η ιδέα πως οι  συνομιλητές μας δεν θα είναι τόσο ενδιαφέροντες κάνει την τρίωρη ακρόαση ενός αγνώστου που μονολογεί σ’ ένα δωμάτιο ένα απείρως πιο ελκυστικό ενδεχόμενο. Είσαι μόνος και πιάνεις σήμα μ’ έναν άλλον μόνο. Παραμένεις μόνος (η ακρόαση του podcast δεν συγκρίνεται με τη συντροφικότητα, την τρυφερότητα και τ’ αγγίγματα που μπορείς να πάρεις σε μια κουβέντα από κοντά), αλλά αυτό δεν είναι οπωσδήποτε κακό. Μόνος ακούς κάτι ενδιαφέρον, ενώ μερικές φορές η ανθρώπινη επαφή από κοντά μπορεί να είναι ένας μίζερος εγκλωβισμός. 

Υπάρχει κάτι μαγικό σ’ αυτή την εγγύτητα του να σου μιλάει κάποιος στ’ αυτί. Δεν απευθύνεται σ’ εσένα προσωπικά, αλλά, όπως και με τα βιβλία, αυτό δεν είναι πρόβλημα. Κάθε άλλο. Χτίζεται μια σχέση οικειότητας. Μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να αποζητά τη φωνή του παραγωγού από το TheBlindBoy Podcast. Τη σέξι βαριά ιρλανδική προφορά του. Θέλω ν’ ακούσω τη φωνή του, όπως θέλω ν’ ακούσω «καληνύχτα» από κάποιες συγκεκριμένες παραγωγούς του ραδιοφώνου. Υπάρχει κάτι εκεί. Μία μοναχικότητα που δεν κάνει εκπτώσεις. Οπως και με την ανάγνωση καλών βιβλίων, αυτή η παρέα χωρίς παρέα με κάνει ν’ αναρωτιέμαι γιατί να βγω απ’ το σπίτι. Τι θ’ ακούσω; Μήπως να βάλω την εκπομπή να μάθω κάτι και στο κάτω κάτω ο παραγωγός δεν είναι και λίγο φίλος μου; Ενας μονίμως διαθέσιμος φίλος; 

Μαζί με τη γοητεία της ιδέας πως αγέρωχος και μόνος μπορείς να πορεύεσαι στη ζωή διαλέγοντας τους συνομιλητές σου, και μάλιστα και τις θεματικές της επαφής σας αλλά και τα σημεία που θα τους σταματήσεις και θα τους ξεκινήσεις, καλλιεργείς μέσω podcast και κάποιες ακόμη φαντασιώσεις. Θα μπορούσες να έχεις κι εσύ τέτοιες συζητήσεις, να παίρνεις μέρος σ’ όλα αυτά, να τα ζεις αντί να τ’ ακούς, οπότε για την ώρα τ’ ακούς. Και, ταυτόχρονα, κανείς δεν βιώνει πραγματικά το podcast σαν άσκηση εξουσίας. Δεν είναι πρωινή τηλεόραση. Δεν είναι ο ιερέας από τον άμβωνα. Οποτε θέλεις, το κλείνεις.

Παράγουμε πιο πολλά podcasts απ’ όσα μπορούμε να καταναλώσουμε. Πολλά βασίζονται απλώς σε μία αμοιβαία φαντασίωση. Ο παραγωγός θα ήθελε να είναι το άτομο που πιάνει τέτοιες συζητήσεις. Οι ακροατές θα ήθελαν να είναι τα πρόσωπα που όντως θα περνούσαν 45 λεπτά ακούγοντας μια εκπομπή για τις νευροεπιστήμες, ακόμη κι αν ο καλεσμένος νευροεπιστήμονας δεν έχει κανένα ταλέντο στο να κάνει τις νευροεπιστήμες κουλ.

Οπως παλιά η τηλεόραση κάλυπτε την ανάγκη του εξαντλημένου υπαλλήλου μετά τη δουλειά προσφέροντας σαχλαμάρα, διασκέδαση, λίγη πληροφορία και φαντασιώσεις αυτοπραγμάτωσης μέσω της διαφήμισης, τώρα το podcast καλύπτει ανάγκες την ίδια την ώρα της δουλειάς που καταλαμβάνει σχεδόν όλη τη μέρα. Πολλές δουλειές γραφείου είναι άχαρες, άσκοπες και βλακώδεις, όπως έχει δείξει εξαιρετικά στο έργο του ο ανθρωπολόγος D. Graeber. Εκεί γιατί να μη φρεσκάρει κανείς μια ξένη γλώσσα ή να μην επεκτείνει τους φιλοσοφικούς του ορίζοντες; Πώς μπορεί να περάσει καλύτερα τον χρόνο του στη δουλειά τροφοδότησης κάποιου συστήματος με δεδομένα;

To ίδιο και με το ταξίδι από και προς τη δουλειά ή με τις δουλειές του σπιτιού. Πολλοί γκουρού αυτοβοήθειας θα σου πουν να κάθεσαι μόνος με τις σκέψεις σου, να τις παρατηρείς. Αλλά όλοι ξέρουμε ποιες είναι αυτές οι σκέψεις αν έχεις να στείλεις ανούσια μέιλ ή να τρίψεις κατσαρόλες ή αν έχεις κολλήσει στην κίνηση. Αντί για μιζέρια, λίγη γνώση. Δεν είναι και ό,τι χειρότερο. 

Περπατώ ανάμεσα στα δέντρα καταβροχθίζοντας από τ’ ακουστικά ένα podcast για την περιπλάνηση στην Ευρώπη του μεσοπολέμου. Δεν είναι το ίδιο απολαυστικό με το να διάβαζα γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά σήμερα δεν μπορώ να περάσω άλλο χρόνο μέσα και καθιστή. Παρατηρώ αυτό το φως του Οκτωβρίου στα φύλλα, τρέχω λίγο, δεν είναι κι άσχημα.

Κάποια στιγμή φτάνω σε μία πισίνα ανοιχτή στο κοινό. Πλησιάζω, μυρίζει χλώριο κι αφρόλουτρο κι εισπνέω βαθιά. Βγάζω τ’ ακουστικά ν’ απολαύσω τον ήχο του νερού, αυτό το πλαφ πλαφ πλαφ κάτω απ’ τις κινήσεις των κολυμβητών. Αντί γι’ αυτό με βρίσκει μια δυνατή μουσική τύπου κλαμπ. Κακό κλαμπ με κακά ηχεία. Ο πολιτισμός μας έχει φόβο ηχητικού κενού. Οι σιωπές, το ενδεχόμενο να πρέπει όντως να συγκεντρωθείς στους ήχους γύρω σου ή σ’ όσα συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι σου, όλα αυτά μάλλον μάς φέρνουν τρόμο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT