Πώς μετακινούνται οι ανάπηροι;

3' 47" χρόνος ανάγνωσης

Περπατώ πίσω από έναν τυφλό. Μ’ ένα λευκό μπαστούνι ψηλαφεί και πηγαίνει ώσπου ένα υπερευαίσθητο μηχανάκι αρχίζει να ουρλιάζει. Το έχω προσέξει κι εγώ αυτό το μηχανάκι. Παρκαρισμένο πάνω στο πεζοδρόμιο είναι η απτή έκφραση των ιδεών του ιδιοκτήτη του για τον δημόσιο χώρο. Αποπροσανατολίζει τον τυφλό, που χάνει για λίγο τον ρυθμό του. Περνάει κάτι δέντρα, βγαίνει στον ήλιο, φτάνει στο φαρμακείο. Ο φαρμακοποιός τον ξέρει και του έχει έτοιμη τη συνταγή του. 

Δεν συναντώ συχνά τυφλούς. Δεν πηγαίνω, για παράδειγμα, στα μπαρ και βλέπω ανθρώπους με κάποιου είδους αναπηρία να απολαμβάνουν το ποτό τους. Ισως επειδή είναι δύσκολο να φτάσεις μέχρι εκεί. Μπορεί να μην έχεις κάθε μέρα τη δύναμη να τραβάς διαρκώς την προσοχή στον δρόμο, όταν μέσα από μία αλληλουχία ταπεινώσεων και δυσκολιών θα χρειαστείς την καλοσύνη των ξένων. 

Ας σημειωθεί ότι ευάλωτο στις διαθέσεις των ξένων σε έχουν κάνει ήδη ο δήμος και το κράτος. Αν μπορούσες να διασχίσεις τους δρόμους με το μπαστούνι σου στα γρήγορα, αν ήταν εύκολο να μπεις με το αναπηρικό καροτσάκι στο μπαρ, να παραγγείλεις ένα ποτό και να φύγεις μόνος/μόνη, αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα εμπόδια στον δρόμο, οι διαθέσεις των συμπολιτών σου θα ήταν μια εντελώς αδιάφορη παράμετρος. Οι άνθρωποι με αναπηρία δεν μπορούν να απολαύσουν μία από τις μεγαλύτερες χαρές στις πόλεις, τη χαλαρή βόλτα χωρίς καμία αλληλεπίδραση με τους γύρω.

Τις προάλλες, κοντά στη θάλασσα πέτυχα δύο άτομα να βολτάρουν με καροτσάκι. Κάθονταν στον ήλιο, μύριζαν τη θάλασσα. Αυτό που έκανα κι εγώ δηλαδή. Εφτασα έως εκεί με τα Μέσα και κυρίως με τα πόδια. Ηθελα να περπατήσω. Αυτοί πρέπει να ξεφύτρωσαν από κάποιο αμάξι. Δεν είναι εύκολο να ξεκινήσεις από το κέντρο λες και είσαι οποιοσδήποτε κάτοικος της Αθήνας και να βγεις στο Φάληρο με το αναπηρικό καροτσάκι. 

Τότε κατάλαβα (γενικώς, οι συνειδητοποιήσεις μού έρχονταν μία μία εκείνη τη μέρα) το νόημα αυτής της σπαστικής ανακοίνωσης στο μετρό. Δεν το είχα ξανασκεφτεί –μεγάλη ενσυναίσθηση– ότι αυτός «παίζει» να είναι ο λόγος που η εκνευριστική φωνή στο μετρό ενημερώνει για τους ανελκυστήρες. Σου λέει σε ποιους σταθμούς δεν λειτουργούν και κανονίζεις υποτίθεται την πορεία σου έχοντας κι αυτό το εμπόδιο κατά νου.  

Αλλά ήδη υποθέτω είναι κάπως σκληρό να πάρει κανείς τα Μέσα με το καροτσάκι. Γι’ αυτό δεν βλέπουμε και καροτσάκια στα Μέσα. Στριμωξίδι, αγένεια, ποιος ξέρει και τι θ’ ακούσεις από τους συνεπιβάτες. Δεν φταίνε, όμως, ακριβώς και οι συνεπιβάτες. Δεν είναι πως σε άλλες χώρες οι άνθρωποι είναι άγγελοι κι εδώ βαλκανοάγριοι. Είναι ζήτημα έκθεσης. Εάν πας πέντε φορές στο γήπεδο όπου αθλείσαι και τη μία έχει προπόνηση μία ομάδα τυφλών, το συνηθίζεις σταδιακά (αν και ποτέ, μάλλον, δεν σταματάς να θαυμάζεις τη δύναμή τους). Αν πας δέκα φορές στο μπαρ και έχει και τις δέκα έναν άνθρωπο σε καρότσι, σταδιακά η πληροφορία δεν έχει καμία απολύτως σημασία για εσένα. Οι άνθρωποι με αναπηρία στον δημόσιο χώρο τραβάνε την προσοχή, επειδή δεν εμφανίζονται εκεί συχνά ώστε να τους απορροφήσει το αστικό τοπίο.

Αν δεν λειτουργούσαν τα πόδια μου (πράγμα που μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε), δεν θα ήθελα στα τριάντα μου να με πηγαινοφέρνει η μαμά μου ή ο μπαμπάς μου. Θα ήθελα να νιώθω ανεξάρτητη, ότι μπορώ να πάω με το μετρό ή το λεωφορείο. Γενικώς, θα ήθελα το κράτος κι ο δήμος να αντικαταστήσουν τη βοήθεια των γονιών μου, που λογικά θα με κοίταζαν και θα προσπαθούσαν να κρύψουν τη θλίψη τους και η όλη φάση θα ήταν πάρα πολύ μελοδραματική, ενώ εγώ θα ήθελα απλώς να βγω να πιω κάπου το ποτό μου. 

Δεν είναι και τόσο δύσκολο –σοβαρά τώρα– να υπάρχει ένα αξιοπρεπές δίκτυο μετακινήσεων στην πόλη. Προφανώς κι αυτοί που είναι σε καρότσι θέλουν να κάνουν μια βόλτα, να παρατηρήσουν, να μυρίσουν τη θάλασσα ή να βγουν στα μπαρ στα Εξάρχεια. Τι καταδίκη πρέπει να είναι όλο αυτό με το αμάξι; Κι ακούγεται και ακριβό. Και σίγουρα το αμάξι δεν είναι ο τρόπος να αισθανθείς λιγότερη απομόνωση. Λιγότερη απομόνωση νιώθεις όταν μπορείς κι εσύ να χαρείς το πλήθος χωρίς να τραβάς τα βλέμματα, ένας ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους. 

Τα τελευταία χρόνια ξοδεύτηκαν τόσα λεφτά για γκλίτερ. Για άχρηστα πράγματα στους δρόμους του κέντρου που εμπόδιζαν τη μετακίνηση ακόμη και των αρτιμελών. Για την ακρίβεια, υπήρχε κίνδυνος τραυματισμού, και ευτυχώς κανείς δεν έπαθε τίποτα. Τώρα, μήπως είναι η ώρα για κάτι πιο ξενέρωτο; 

Είναι μία σιωπηρή απόφαση της ελληνικής κοινωνίας αυτή η περιθωριοποίηση. Βάρβαρη απόφαση. Σαν το ναρκισσιστικό μηχανάκι στη μέση του πεζοδρομίου, έτσι κι εμείς, οι προσωρινά προνομιούχοι, αδυνατούμε να μην είμαστε το επίκεντρο των αποφάσεων της εξουσίας. Καιρός να παραμερίσουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT