Νεαρή συγγραφέας με σπιτονοικοκυρά ναζί ψάχνει εκδότη στην Κοπεγχάγη

Νεαρή συγγραφέας με σπιτονοικοκυρά ναζί ψάχνει εκδότη στην Κοπεγχάγη

5' 24" χρόνος ανάγνωσης

«Εξω με περιμένει η καθημερινότητά μου με τα επείγοντα ζητήματα του γραφείου, τα βράδια στα μπαρ, τους νεαρούς που με συνοδεύουν σπίτι και το παγωμένο μου δωμάτιο με τη ναζί σπιτονοικοκυρά. Η μόνη μου παρηγοριά σ’ αυτή τη ζωή είναι μια χούφτα ποιήματα που δεν είναι καν αρκετά για μια συλλογή». Η Τόβε περιφέρεται στην πόλη. Από δουλειά σε δουλειά. Από δωματιάκι σε δωματιάκι. Δεν σπούδασε. Ηταν κορίτσι. Επιασε να γράφει ποιήματα. Ούτε αυτό ήταν για κορίτσια. Ε, και; 

Η Τριλογία Της Κοπεγχάγης, Παιδική Ηλικία, Νιάτα, Εξάρτηση (Μετάφραση Κατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πατάκη) θα μπορούσε να μην έχει γραφτεί και ποτέ. Πώς της ήρθε να γράψει τόσο απλά; Η Τόβε Ντιτλέουσεν το πιάνει από τον φτωχικό δρόμο της εργατικής τάξης όπου μεγάλωσε. Χοντροκοπιά, ξιπασιά, καβγάδες. Μικρά δωμάτια σε μικρά διαμερίσματα. Λεπτό δεν έχεις μόνος σου. Ομως οι συγγραφείς περνούν όλη τους τη ζωή στη μοναχικότητα και την ησυχία, κι η Τόβε κατά βάθος το ξέρει, οπότε κάνει όσα πρέπει να κάνει, για να έχει το δωματιάκι της και την ησυχία της. Εδώ συναντιέται με τη Βιρτζίνια Γουλφ, γυναίκα ανώτερης οικονομικής επιφάνειας, με βρετανικό κόλλημα με τα χρήματα. Είχε συνδέσει τα δωμάτια και τα λεφτά με την επιτυχία μιας γυναίκας στα γράμματα, ιδέες που κάποτε κακώς ξεχάστηκαν, για να αναδυθούν ξανά τώρα, ευτυχώς ως προφανείς διεκδικήσεις. 

Η Τόβε πιάνει δουλειές και πιάνει κι ένα διαμερισματάκι. Η εκμισθώτρια παίζει Χίτλερ για βραδινό. Από το διαμέρισμά της ακούγονται ποδοβολητά όποτε ο ηγέτης παραμιλάει. Αποτυγχάνει να παρευρεθεί σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις, με αποτέλεσμα να της επιδοθεί η έξωσή της. Σκασίλα της. Ψάχνει αλλού. Η Ευρώπη πάει για πόλεμο. Θα προλάβει να εκδώσει κάποιο βιβλίο; Αυτό την καίει. Είναι είκοσι. 

Κι είναι αστεία. Με σκοτεινό τρόπο. Αλήθεια το λέω, αυτό το βιβλίο είναι σαν ζωντανό πράγμα. Και τη ζωή μπορείς να την πιάσεις απ’ όπου θες. Να την αφηγηθείς όπως σου κατέβει. Η Τόβε στέκεται στα πιο ανθρώπινα. Παντρεύεται κάποιον που «δεν ξέρει πώς είναι να είσαι φτωχή», κυρίως επειδή έχει ντουζιέρα. Βαριέται. 

Μας αρέσει να λέμε ότι η λογοτεχνία εξυψώνει. Αυτό κάνει, ναι. Εδώ, η λογοτεχνία πιάνει τη ζωή από τα χαμηλά. Από έναν δρόμο χωρίς κύρος – όσοι μένουν εκεί δεν βλέπουν την ώρα να σηκωθούν να φύγουν, οι κοπέλες ονειροπολούν καπνίζοντας γύρω από κάδους σκουπιδιών, οι εργάτες με ειδίκευση είναι περιζήτητοι γαμπροί. Κάποιοι θα λέγανε πως δεν είναι μεγάλη λογοτεχνία όλο αυτό. Ισως δεν καταφεύγουν στη λογοτεχνία, για να νιώσουν όντως κάτι. Ισως η λογοτεχνία είναι μεγάλη όταν καταγράφει τα έργα των ανδρών, αλλά μικρή όταν δίνει προνομιακή πρόσβαση στο μυαλό μίας υπαλλήλου γραφείου που τελικά καταφέρνει να γράψει. 

Η Τριλογία δεν είναι πραγματικά τριλογία. Είναι σκόρπιες σκέψεις και αναμνήσεις της συγγραφέως, ένα περίεργο βιβλίο. Θα μπορούσε να μην είχε γραφτεί εάν η συγγραφέας του δεν ήταν μεγάλη. 

Με ακολουθεί η περίεργη σκέψη πως αν είχε γεννηθεί πιο μετά και στην Αμερική, θα ήταν η Αν Σέξτον. Ισως γιατί και τις δύο τις βρήκα τυχαία, από μια φίλη που μου τις σύστησε και πέφτοντας πάνω τους σε βιβλιοπωλεία. Λογοτεχνία με θεματικές όπως: μικρά πράγματα, ντουζιέρες και φορέματα, λουλούδια και σωματικοί πόνοι, γιατροί για ψυχικές παθήσεις, εγκυμοσύνη, το φως στα ιατρεία, έρωτες, βραδιές χορού, μίζεροι γάμοι, θλίψη, μητρότητα, παραίτηση, θάνατος.

Τόσο η Αν Σέξτον όσο και η Τόβε Ντιτλέουσεν είχαν άσχημη κατάληξη. Το μάτι τους, όμως, έπιανε τις πιο απαλές διακυμάνσεις του κόσμου μέχρι το τέλος. Οταν διάβασα πρώτη φορά Σέξτον, όρθια μπροστά στα ράφια ενός αγγλόφωνου βιβλιοπωλείου, ήταν ένα μικρό ηλεκτροσόκ. Μου ήρθε ξαφνική η τόση οικειότητα, όπως όταν ερωτεύεσαι, ναι, σκέφτηκα, την ξέρω από πάντα αυτήν εδώ την κοπέλα που μέχρι πριν από δύο δευτερόλεπτα αγνοούσα. 

Ηταν τόσο απλό κι ειρωνικό, παιχνιδιάρικο και σκοτεινό. Ηταν λες κι έβλεπες πέρα απ’ το μάτριξ αυτού του κόσμου, στην άλλη διάσταση, λες κι είχες φτάσει στην τελική πίστα, στο κεντρικό μυαλό του κεντρικού υπολογιστή διακυβέρνησης του κόσμου. Η κοπέλα στο εξώφυλλο θα μπορούσε να ήταν μοντέλο. Ηταν τόσο όμορφες όλες αυτές και δεν έκαναν την καταστροφή τους κουλ ρεύμα, ούτε πηγή του ναρκισσισμού τους, την υπέστησαν, έγραψαν γι’ αυτήν, πέρασαν τη ζωή τους όπως μπορούσαν. 

Είναι δύσκολο να είσαι αληθινή όταν γράφεις. Αυτές δεν δυσκολεύτηκαν. Μπορείς να είσαι ο οποιοσδήποτε. Κάποια που παντρεύεται από έρωτα, όχι για να κάνει άνετα ντους. Η Τόβε ήθελε να μας πει για έναν γάμο συμφέροντος. Πάλι καλά.

Νομίζω η γενιά μου ψαχουλεύει τέτοιες συγγραφείς, γιατί ψάχνει κάτι αληθινό αληθινό. Οχι κάτι μέτα-, αλλά έναν χώρο όπου η άλλη χωρίς ντροπές και πόζες λέει τα πράγματα όπως τα είδε. Ακόμη και η ειρωνεία αυτών των γυναικών μάς ταιριάζει και την αναγνωρίζουμε ως μηχανισμό άμυνας μπροστά σ’ ένα καταπιεστικό σύστημα. 

Ως υπερμορφωμένη γενιά, έχουμε χάσει την πίστη στα μεγάλα σχήματα. Η πειστική αφαιρετικότητα ίσως να βρίσκεται για μας στην ποίηση. Και φυσικά παίζει ρόλο ότι δεν μπορούμε να βολτάρουμε στα μεγάλα βιβλιοπωλεία αναζητώντας αυτούς που είχαν για είδωλα και καταραμένους άλλες γενιές. Είναι όλοι άντρες και η κατάρα τους εν μέρει ήταν στο κεφάλι τους. Δεν είχε η δική τους τρέλα την απροκάλυπτα ιατρική και κοινωνική προέλευση που έχει η εσωτερική αναστάτωση που ψάχνουμε εμείς στα βιβλία. Αυτοί δεν μιλούσαν για τον νοσοκόμο, την εξουσία του συζύγου, τις ορμόνες, τη φτώχεια λόγω ανεργίας των γυναικών, όχι από «άποψη». Οι μπιτ μάς έπρηξαν με το πόσο τέλειο είναι να είσαι τρελός και μεθυσμένος. 

Εδώ, στη γυναικεία ευαλωτότητα, μιλάμε για την αληθινή συντριβή στο περιθώριο και υπό το βάρος της ζωής, με χιούμορ και μ’ ένα αλλόκοτο, εσωτερικό βλέμμα. Δεν έχει τίποτα κουλ. Είναι μια ταπεινή καταγραφή, ειδικά σε ό,τι αφορά την Τόβε (η κοπέλα λέει τον πόνο της), που γίνεται κουλ ακριβώς επειδή λέει αυτό που λέει απλά. Η δική μας γενιά (και σίγουρα και η επόμενη) δεν έχει φαντασιώσεις για τη δημιουργικότητα και την έμπνευση, το υψηλό για έμας είναι στο βάθος, κάπου στα έγκατα. Η δημιουργικότητα έγκειται στο να πάρεις τον βρωμόδρομο με τα σκουπίδια της παιδικής σου ηλικίας στην Κοπεγχάγη και να με κάνεις να μ’ ενδιαφέρει να μάθω γι’ αυτό, για 50 ολόκληρες σελίδες, να είμαι απολύτως εκεί, στον κατασκευασμένο χωροχρόνο. 

Θα ήταν τόσο μπανάλ ν’ ασχολούμαστε με το πραγματικά κουραστικό υφάκι κάποιου σαν τον Μπουκόφσκι. Σχεδόν προσβλητικό – αισθητικά. Αυτές οι ομορφούλες ήξεραν να γράφουν. Και τι ευλογία για όσες/όσους γεννηθήκαμε από το ’90 και μετά να μπορούμε να πέφτουμε πάνω σ’ αυτές τυχαία, σ’ ένα κεντρικό βιβλιοπωλεί,ο σε μια οποιαδήποτε μεγάλη πόλη της Ευρώπης, σε διάφορες γλώσσες. Σ’ αυτήν εδώ την εποχή το όνομά τους ακολουθείται απ’ την αρμόζουσα περιγραφή: η καλύτερη ποιήτρια της γενιάς της, η μεγάλη πεζογράφος της Δανίας κ.λπ. 

Αυτό είναι τύχη. Για μας. Αυτές κακόπεσαν.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT