Για το «φαινόμενο Στέφανος Κασσελάκης» και τα εσωτερικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν ειπωθεί και γραφεί πολλά παντού. Οι διάφορες συζητήσεις μάλιστα, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δημιουργούν ένα παράγωγο φαινόμενο αυτοεκπληρούμενης προφητείας: καθώς ο νέος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. θεωρείται πως δεν έχει θέσεις, αντί η δημόσια συζήτηση να αφορά προτάσεις για την αντιμετώπιση των πολυ-κρίσεων, επί των οποίων θα όφειλε ο ίδιος να τοποθετηθεί, περιστρέφεται αντιπαραγωγικά γύρω από την εκ μέρους του έλλειψη θέσεων. Οπότε από το κενό παράγεται κενό, με το οποίο τροφοδοτείται το πολιτικό θέαμα· η εικόνα υπερτερεί των ζητημάτων.
Το «θεαματιστικό» αυτό φαινόμενο χαρακτηρίστηκε «μεταπολιτική», ένας νεολογισμός που οι εμπνευστές του νοσφίσθηκαν ίσως από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος έτσι περιγράφει τις δημόσιες παρεμβάσεις του πέραν κομματικών δεσμεύσεων. Και μπορεί μεν ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης να θέλει (ακόμη;) να σημάνει έτσι την παρουσία του, πλην όμως ο όρος ήδη παρέπεμπε και έτι περαιτέρω σήμερα παραπέμπει στην έννοια της «μεταδημοκρατίας» (Crouch). Σε μια κατάσταση των φιλελεύθερων δημοκρατιών, όπου α) δεσπόζουν οι οικονομικές ελίτ, β) ο ανταγωνισμός λόγω της προγραμματικής σύγκλισης των κομμάτων ανάγεται σε στρατηγικές πολιτικού μάρκετινγκ, οι οποίες γ) απευθύνονται σε όλο και περισσότερο κυνικούς και απαθείς εκλογείς, όταν παράλληλα δ) συρρικνώνεται το κοινωνικό κράτος και ε) οι κοινωνικές προσδοκίες συμπιέζονται στην κλίμακα του «ελάχιστου κακού».
Στη μεταδημοκρατική συνθήκη, η πολιτική «μεσοποιείται»: Οι πολιτικές ταυτότητες και διαμάχες διαμεσολαβούνται από τα μέσα επικοινωνίας τόσο ώστε η συζήτηση επί του περιεχομένου των δημόσιων πολιτικών και των διαδικασιών λήψης αποφάσεων να εξατμίζεται. Το θέαμα συσκοτίζει την ηθική-κανονιστική διάσταση της πολιτικής, που έτσι ανάγεται σε μια δέσμη ουδέτερων τεχνοκρατικών επιλογών – εξ ου και το συχνόχρηστο «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα».
Στο φύλλο της 24/9/2023 της «Κ», ο κ. Κώστας Ιορδανίδης δεν αναφέρθηκε μόνο στην αιφνίδια μεταπολιτική εμφάνιση του κ. Κασσελάκη στον δημόσιο βίο, αλλά και στο γεγονός ότι αυτή συνιστά εκδήλωση «αμερικανοποιήσεως». Ο έγκριτος δημοσιογράφος την κατανοεί ως εξοικείωση με την αμερικανική αντίληψη περί πολιτικής (ακριβέστερα, με τις παραδοχές της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών) και φέρνει ως παραδείγματα τους Γιώργο Παπανδρέου και Κυριάκο Μητσοτάκη, οι οποίοι έζησαν στις ΗΠΑ επηρεαζόμενοι από τα εκεί πολιτικά ήθη. Δεν είναι όμως αυτή η μόνη και πλέον έγκυρη εκδοχή της «αμερικανοποίησης». Ο όρος είχε εμφανιστεί στο πεδίο της πολιτικής επικοινωνίας προ 30ετίας περίπου, για να σημάνει όχι απλώς τη χρησιμοποίηση Αμερικανών συμβούλων πολιτικού μάρκετινγκ στις προεκλογικές εκστρατείες ευρωπαϊκών χωρών, αλλά και για να αποτυπώσει τις δομικές αλλαγές που είχαν στο μεταξύ συντελεστεί.
Εν προκειμένω, ως «αμερικανοποίηση» της πολιτικής επικοινωνίας νοείται η επικράτηση μιας σχέσης αλληλεξάρτησης μεταξύ α) των μέσων ενημέρωσης/επικοινωνίας, β) των εταιρειών δημοσκοπήσεων και πολιτικού μάρκετινγκ και γ) του πολιτικού προσωπικού όλων των βαθμίδων. Στο πλαίσιο αυτής γίνεται συστηματική χρήση αρνητικής πολιτικής διαφήμισης, διενέργεια σφυγμομετρήσεων, καλλιέργεια δημόσιας εικόνας και, βέβαια, υπερθετική χρήση των μέσων επικοινωνίας. Η αμερικανοποίηση ακολουθεί τους κανόνες της βιομηχανίας του θεάματος και της «κουλτούρας της προβολής», κυριότερη έκφανση της οποίας είναι η προσωποποίηση της πολιτικής.
Η ίδια η πολιτική ως έννοια και κοινωνική διαδικασία κατανοείται και υφίσταται μόνο διά μέσου των πρωτα- γωνιστών της και της εικόνας τους.
Η σημασία της τελευταίας δεν έγκειται απλώς στο ότι δίδεται περισσότερη προσοχή στις «προσωπικότητες» από ό,τι στα θέματα. Εγκειται και στο ότι για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στις δυτικές κοινωνίες η ίδια η πολιτική κατανοείται και υφίσταται μόνο διά μέσου των πρωταγωνιστών της και της εικόνας τους. Ο κόσμος των πολιτικών ιδεών, των πολιτικών διακυβευμάτων και διλημμάτων μετατρέπεται βαθμιαίως σε ένα ριπίδιο προσωπικοτήτων.
Η ετερογένεια των απόψεων, η συχνά περίπλοκη υφή των συζητούμενων θεμάτων και η αξιολόγηση της ακολουθητέας πολιτικής συχνά παρακάμπτονται από τα πρωτεία της εικόνας των δημόσιων προσώπων. Οσο μάλιστα τα μηνύματα απευθύνονται σε ένα κοινό αδιάφορο ή μπερδεμένο μπροστά στο ακατανόητο της σύγχρονης πολιτικής, τόσο περισσότερο βαρύνει το φαίνεσθαι από το περιεχόμενο αυτών που λέγονται ή εξυπονοούνται. Αυτά τότε προσαρμόζονται σε έτοιμες εντυπωσιακές διχοτομήσεις: ειλικρινής- ανειλικρινής, δυναμικός-άτονος, ζεστός-ψυχρός, ευχάριστος-δυσάρεστος, συμπαθητικός-αντιπαθής, όμορφος-άσχημος, οξύνους-βραδύνους κ.ο.κ.
Ο ρόλος των προσώπων και της εικόνας στην πολιτική δεν είναι καινοφανής. Ο,τι συμβαίνει όμως τώρα είναι η κορύφωση αυτής της διαδικασίας εμβαπτισμένης στο ψηφιακό οικοσύστημα. Το «φαινόμενο Κασσελάκη» ως θέαμα εντάσσεται εδώ ακριβώς. Παράλληλα, ας σκεφτούμε εάν με τη χρήση των ψηφιακών τεχνολογιών ο νέος πρόεδρος δεν αρκεστεί στο τρολάρισμα αντιπάλων ή στην αξιοποίησή τους για εκ του μακρόθεν συνεδριάσεις των οργάνων, αλλά βοηθήσει στην ανανέωση του κόμματός του με στοιχεία του μοντέλου «κόμμα-δίκτυο». Ενα σχήμα διαφορετικό από το κόμμα-πυραμίδα και το κόμμα μαζών. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει λιγότερο προσωποκεντρισμό, περισσότερη ουσία πολιτικού λόγου και διαρκή συμμετοχή των μελών με πρακτικό αντίκρισμα.
Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.