Η πτώση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνδυασμό με την οριακή άνοδο του ΠΑΣΟΚ, οδηγεί κάποιους στην εκτίμηση ότι η χώρα επανέρχεται στο παραδοσιακό δίπολο Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ που γνωρίζαμε πριν από την οικονομική κρίση.
Είναι μάλλον νωρίς για την εξαγωγή τέτοιων συμπερασμάτων. Πρέπει να περάσει χρόνος. Να φανεί με ποια από τα πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δύναται να συνομιλήσει το ΠΑΣΟΚ και υπό ποίες συνθήκες. Να φανεί επίσης πώς θα διαμορφωθεί το σκηνικό στη Βουλή, αν θα υπάρξει και άλλη κοινοβουλευτική ομάδα και πώς αυτή θα επηρεάσει τις εξελίξεις.
Μπορεί να αποδειχθεί ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι μια βραχυπρόθεσμη δυναμική που απορρέει κυρίως από την εσωτερική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να αποτελεί απαραίτητα την αρχή μιας σταθερής ανόδου του ΠΑΣΟΚ.
Ολα δείχνουν ότι θα υπάρξει περαιτέρω κατακερματισμός στις τάξεις της ευρύτερης Κεντροαριστεράς μέσα από την αυτόνομη παρουσία των δυνάμεων που εκφράζονται από τους Χαρίτση – Αχτσιόγλου και Τσακαλώτο.
Το ΠΑΣΟΚ πιθανώς να συνεργαστεί ή και να απορροφήσει κάποια στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται η ολική ανατροπή της εξίσωσης, για την οποία δεν αρκεί η αρνητική αίσθηση που εκπέμπει η εσωτερική διαίρεση κάποιου, αλλά προϋποθέτει μια ισχυρή θετική δυναμική του έτερου πόλου, και αυτό δεν διαφαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον.
Εχει ο κ. Νίκος Ανδρουλάκης τα αναγκαία χαρακτηριστικά ώστε να κάνει το ανάλογο άλμα;
Υπάρχουν επίσης άλλοι παράγοντες, όπως ο Ανδρέας Λοβέρδος, που μόλις τις προηγούμενες ημέρες δήλωσε παρών στην πολιτική σκηνή ως κεντρώος, εξέλιξη που μάλλον θα πλήξει το ΠΑΣΟΚ από τα δεξιά.
Μια ακόμη, εξαιρετικά σημαντική, παράμετρος είναι τα χαρακτηριστικά της ηγεσίας. Εχουν περάσει δύο χρόνια από την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ, η οποία γέννησε προσδοκίες. Στο διάστημα αυτό τα έχει πάει σχετικά καλά, όπως προκύπτει και από τα εκλογικά αποτελέσματα των πρόσφατων εθνικών και αυτοδιοικητικών εκλογών.
Ωστόσο, δεν φαίνεται να εμπνέει σε βαθμό που να επιτρέψει στο ΠΑΣΟΚ να κάνει το τεράστιο άλμα που απαιτείται για να φθάσει σε ποσοστά της τάξης του 30%-35%, ώστε να επανέλθουμε σε ένα δικομματικό περιβάλλον.
Ακόμη και ορκισμένοι αντίπαλοι του Ανδρέα Παπανδρέου αναγνώριζαν τις σπάνιες ικανότητες και το επικοινωνιακό χάρισμα που του επέτρεψαν να ιδρύσει ένα νέο κόμμα και σε επτά χρόνια να το πάει στο 48%. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι ανάλογο ισχύει και με τον Αλέξη Τσίπρα, υπό την έννοια ότι πήρε ένα περιθωριακό κόμμα του 3% και σε μόλις οκτώ χρόνια το έφθασε στο 36%.
Εχει ο κ. Ανδρουλάκης τα αναγκαία χαρακτηριστικά ώστε να κάνει το ανάλογο άλμα;