Αυτό που ζούμε είναι, λέει, πρωτοφανές. Σε μισόν αιώνα μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, κανένας πρωθυπουργός, ούτε καν αυτός που είχε κάποτε εκλεγεί με 54%, δεν είχε απέναντί του στη Βουλή άδεια αντιπολιτευτικά έδρανα.
Κανέναν δεν είχε αξιώσει η τύχη να έχει αντίπαλο, όχι ένα συντεταγμένο κόμμα, αλλά έναν ορνιθώνα χωρίς το κοτετσόσυρμα.
Αυτά που βλέπουμε είναι, όμως, πρωτοφανή και για τη συμπολίτευση. Εχει άραγε υπάρξει στο παρελθόν τόσο large υπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ που να πριονίζει σε ζωντανή τηλεοπτική σύνδεση τη μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου που έχει εξαγγείλει ο ίδιος ο πρωθυπουργός;
Εχει υπάρξει στο παρελθόν άλλος σαν τον Βορίδη που, παρότι έχει εγκατασταθεί στο Μαξίμου, νιώθει τόσο άνετος ώστε να αποδομεί με τηλεοπτικές ενατενίσεις την ατζέντα της κυβέρνησης, την οποία και ο ίδιος υποτίθεται ότι συντονίζει;
Τέτοιος αψήφιστος αποσυντονισμός δεν θα μπορούσε να επιχειρηθεί αν η Ν.Δ. δεν αισθανόταν τόσο υπέροχα μόνη στον στίβο. Τα στελέχη της έχουν τώρα κάθε λόγο να αισθάνονται ότι μπορούν να εκπληρώσουν την προφητεία Μητσοτάκη και να γίνουν η αντιπολίτευση του εαυτού τους – όχι με την εποικοδομητική έννοια.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η δημόσια διαφωνία Βορίδη με τις προθέσεις της κυβέρνησής του ίσως έχει ψηφοθηρικό νόημα. Ο υπουργός με τις ενστάσεις του κρατά την επαφή με το δεξί κέρας του νεοδημοκρατικού ακροατηρίου, που η κυβέρνηση ετοιμάζεται να «πληγώσει».
Το κόστος όμως μιας τέτοιας υστερόβουλης διγλωσσίας δεν είναι μόνο η κυβερνητική ασυναρτησία – ότι οι μισοί καταγγέλλουν ως «ηθικά απαράδεκτο» αυτό που οι άλλοι μισοί ετοιμάζονται να εισηγηθούν ως ηθική πρόοδο. Κόστος είναι και η νομιμοποίηση της ενδοκυβερνητικής διαφωνίας: Αφού μπορεί ο υπουργός Επικρατείας, γιατί να μην μπορεί κι ένας βουλευτής να ακούσει αύριο τη συνείδησή του, για τα ατομικά δικαιώματα, ή και για το «δικαίωμα» των ελευθέρων επαγγελματιών να δηλώνουν ό,τι θέλουν στην εφορία.
Η περιγραφή αυτή μοιάζει υπερβολική. Η Βαβέλ είναι απέναντι, στη σπαρασσόμενη πρώην αντιπολίτευση, όχι στη Ν.Δ. Ομως κάθε ταυτότητα προϋποθέτει μια ετερότητα. Την προηγούμενη τετραετία, ο «άλλος» ήταν που λειτουργούσε σαν όριο· σαν μέτρο σύγκρισης δυνάμει του οποίου η μητσοτακική διακυβέρνηση μπορούσε να χαράσσει τη μεταρρυθμιστική της φυσιογνωμία και τη διαχειριστική της ανωτερότητα.
Τώρα, χωρίς εξωτερικό μέτρο, το εγχείρημα του «41%» πρέπει να ορίσει μόνο του τις όχθες του. Να οικονομήσει την κυριαρχία του, χωρίς να δείχνει ότι απλώς την απολαμβάνει, σαρκάζοντας τη μοίρα των αντιπάλων του. Να μη χάσει τη δική του «μάχη των ταυτοτήτων» προτού καν τη δώσει.
Ρετρό
Αν είναι να γυρίσουμε στην εποχή Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, να κρατήσουμε το σάουντρακ. Οχι τις κομμώσεις.
Ενδόρρηξη
Το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να είχε κάνει ένας νέος και αδοκίμαστος αρχηγός, αν ήθελε να κρατήσει ενωμένο το κόμμα του, θα ήταν να καλέσει την επομένη της επικράτησής του την αντίπαλό του. Να προσπαθήσει να ρίξει γέφυρες ενότητας, πρωτίστως για να εδραιώσει την αναπάντεχη εσωκομματική του εξουσία. Ο «ξένος» που «πήρε» τον ΣΥΡΙΖΑ έκανε ακριβώς το αντίθετο: Τυλίχτηκε σε ένα τοξικό νέφος οίησης, δείχνοντας προκλητικά την έξοδο σε όποιον τον αμφισβητούσε. Νομιμοποίησε έτσι τη μετατροπή της αρχικής καχυποψίας σε καθαρή εχθρότητα. Ούτε ο πιο φανατικός αντισυριζαίος δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοιο τέλος για τον ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος που δικαιώνει την πρόβλεψη ότι το κόμμα ήταν εκβλάστημα της χρεοκοπικής ανωμαλίας και επέπρωτο να εκλείψει μαζί με αυτήν. Τέλος που επιβεβαιώνει ότι όσο εκτρέφεις την εχθροπάθεια· όσο συντηρείς εντός σου το δηλητήριο, διακινδυνεύεις στο τέλος την αυτοδηλητηρίασή σου. Ο ΣΥΡΙΖΑ τελειώνει επειδή βρέθηκε με μια ηγεσία που φέρθηκε στους διαφωνούντες όπως φερόταν το κόμμα στους αντιπάλους του. Τελειώνει με ενδόρρηξη του πολακισμού.