Ακούγοντας την εξαγγελία του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ ότι το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ) θα υπαχθεί στο υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, δεν το πίστεψα. Τη θεώρησα κατευναστική αντίδραση της στιγμής, μια υπόσχεση χωρίς βάση, μόνο και μόνο για να απαλειφθούν πρόσκαιρα οι αλγεινές εντυπώσεις από την ανεπάρκεια αντιμετώπισης της καταιγίδας «Daniel» (τον Αύγουστο ορισμένοι υπουργοί είχαν αμφισβητήσει την εγκυρότητα των μετρήσεων του ΕΑΑ για τον αριθμό των πυρκαγιών και την έκταση των καμένων εκτάσεων). Ομως, φευ! Τη 16η τρέχοντος στο άρθρο 19 του νομοσχεδίου για την αναδιάρθρωση της πολιτικής προστασίας και τον εθνικό μηχανισμό εναέριας διάσωσης και αεροδιακομιδών, που αναρτήθηκε για 13 μέρες για διαβούλευση, προβλέπεται όντως η υπαγωγή του ΕΑΑ στο υπουργείο αυτό.
Πρόκειται για λάθος ολκής. Bάσει ποιας μελέτης σκοπιμότητας και βιωσιμότητας αποφασίστηκε η αλλαγή αυτή; Δεδομένου ότι το ΕΑΑ είναι ένας ισχυρός πόλος του υποσυστήματος Ερευνας και Τεχνολογίας (ΕκΤ) της χώρας, έχουν υπολογιστεί οι επιπτώσεις της εν λόγω υπαγωγής στην υλοποίηση των στόχων της Εθνικής Στρατηγικής Ερευνας, Τεχνολογίας, Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΑΚ); Στο συνοδευτικό έγγραφο με την «ανάλυση των συνεπειών ρύθμισης», για το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπονται τρεις και μόνον αυτοαναφορικές γραμμές: η υπαγωγή γίνεται στο «πλαίσιο της ορθολογικής διαχείρισης και της πλήρους αξιοποίησης της υπηρεσίας». Είχε στοιχεία η κυβέρνηση ότι το έργο του ΕΑΑ δεν αξιοποιείται πλήρως; Οντας επί δέκα περίπου χρόνια μέλος της συνόδου των προέδρων των Ερευνητικών Κέντρων, είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι κάτι τέτοιο δεν έχει επισημανθεί στις εκθέσεις εξωτερικής αξιολόγησης του Κέντρου. Τις συμβουλεύτηκε άραγε τις εκθέσεις αυτές η κυβέρνηση; Και κάτι άλλο: στο πλαίσιο της χρηστής διοίκησης έλαβε υπόψη την αρνητική γνώμη που εξέφρασε για τη σχεδιαζόμενη ρύθμιση το Εθνικό Συμβούλιο για την Ερευνα, Τεχνολογία και την Καινοτομία (ΕΣΕΤΕΚ), το κορυφαίο δηλαδή συμβουλευτικό όργανο της πολιτείας για ΕκΤ;
Θεωρώ τη ρύθμιση άστοχη για τρεις λόγους: α) Το ΕΑΑ χειρίζεται μείζονες εθνικές ερευνητικές υποδομές, έχει διεθνείς δικτυώσεις, εκπαιδευτικές δράσεις. Θεραπεύει πλήθος αντικειμένων βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας, τα περισσότερα εκ των οποίων εκφεύγουν της ύλης του υπουργείου Κλιματικής Κρίσης. β) Το εν λόγω υπουργείο –καινούργιο το ίδιο και υποστελεχωμένο– δεν διαθέτει την τεχνογνωσία για να εποπτεύσει επαρκώς τη λειτουργία του ΕΑΑ, με πλέον ορατό αποτέλεσμα η αποστολή του να υλοποιείται πλημμελώς. γ) Η αλλαγή εποπτεύοντος φορέα θα επιφέρει δυσβάσταχτο και περιττό διαχειριστικό κόστος (κάτι που το έχουν βιώσει την τελευταία δεκαετία τα ερευνητικά κέντρα, ακόμη και με την αλλαγή γενικών διευθυντών ή και προϊσταμένων οικονομικών διευθύνσεων) ή και απεντάξεις σημαντικών έργων, που μέχρι τώρα υλοποιούνται με τη συνεργασία της ΓΓΕΚ. Με την αλλαγή αυτή διακόπτεται η θεσμική μνήμη στην εποπτεία του ΕΑΑ, το οποίο με τη σειρά του αποκόπτεται από τον, ή στην καλύτερη περίπτωση διαταράσσεται σοβαρά η σχέση του με τον κορμό των ερευνητικών κέντρων, που επί 38 χρόνια εποπτεύονται από τη ΓΓΕΚ. Αυτό μπορεί να έχει αδόκητες συνέπειες στον ορισμό των διοικητικών του οργάνων και στην αξιολόγηση των δομών και των λειτουργιών του.
Η αποπειρώμενη ρύθμιση δεν έχει ακολουθήσει το απαραίτητο μοντέλο σχεδιασμού πολιτικής βάσει τεκμηρίων. Οι αρνητικές συνέπειές της θα είναι περισσότερες από τα αναμενόμενα οφέλη που θα μπορούσαν, ούτως ή άλλως, να εξασφαλιστούν με τη σύναψη προγραμματικής συμφωνίας μεταξύ του κέντρου και του επισπεύδοντος υπουργείου. Με την επιλογή της η κυβέρνηση αυτοαναιρείται, καθώς επιτελικό κράτος δεν σημαίνει συγκέντρωση αρμοδιοτήτων, αλλά σωστό σχεδιασμό τομεακών πολιτικών και αποτελεσματική εποπτεία και αξιολόγηση. Δεν συμβαίνει όμως για πρώτη φορά. Το ίδιο έπραξε με τον υπερσυγκεντρωτικό νόμο για τα ΑΕΙ (ν. 4957/2022) και την απορρόφηση των φορέων διαχείρισης προστατευομένων περιοχών από τον επίσης υποστελεχωμένο ΟΦΥΠΕΚΑ (ν. 4685/2020).
Η επιχειρούμενη αλλαγή είναι ένα μυωπικό και αντινεωτερικό μέτρο, που απάδει προς την ηθική της ευθύνης, καθώς δεν έχουν επιμετρηθεί οι αρνητικότητες που ασφαλώς θα επέλθουν, από μια κυβέρνηση που επικαλείται τη λογική και τον εκσυγχρονισμό.
*Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ, τ. πρόεδρος του ΕΚΚΕ.