Tα τεκμήρια και ο δρόμος προς τη φορολογική δικαιοσύνη

Tα τεκμήρια και ο δρόμος προς τη φορολογική δικαιοσύνη

3' 6" χρόνος ανάγνωσης

Οι προτάσεις της κυβέρνησης για φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών με βάση τεκμήρια έχουν γεννήσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στον δημόσιο διάλογο, γεγονός που δικαιολογείται, δεδομένου ότι περίπου ένας στους έξι εργαζομένους επηρεάζεται από αυτές τις αλλαγές. Θεωρητικά, η χρήση αυτού του τρόπου φορολόγησης έχει εν δυνάμει θετικές πτυχές: Θα απλουστεύσει φορολογικές διαδικασίες για τους επαγγελματίες, θα μειώσει τον φόρτο εργασίας στις οικονομικές υπηρεσίες του Δημοσίου και θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ομως, δεν αποτελεί πολιτική πάνω στην οποία θα στηριχθεί μακροπρόθεσμα η οικοδόμηση ενός δίκαιου και σύγχρονου φορολογικού συστήματος. Ο κύριος λόγος είναι ο ίδιος για τον οποίο προτείνεται αυτό το σύστημα εξαρχής: Η έλλειψη οικειοθελούς φορολογικής συμμόρφωσης από την πλευρά πολλών επαγγελματιών.

Τα τεκμήρια παγιώνουν αυτό το πρόβλημα. Ελεύθεροι επαγγελματίες με πραγματικά πολύ χαμηλά εισοδήματα θα κληθούν να πληρώσουν επιπλέον φόρους σε μια δύσκολη οικονομική συγκυρία. Οι διάφορες εξαιρέσεις και μειώσεις που εξετάζει τώρα η κυβέρνηση προσπαθούν εκ των υστέρων να εντάξουν περιπτωσιολογικά διάφορες ατομικές συνθήκες στο νέο σύστημα, αυξάνοντας γραφειοκρατικές διαδικασίες που υποτίθεται ότι η απλουστευμένη αυτή φορολόγηση ήρθε να μειώσει. Την ίδια στιγμή, επαγγελματίες που όντως κρύβουν έσοδα μπορούν να συνεχίσουν να κρύβουν αυτά που υπερβαίνουν το τεκμαρτό εισόδημα. Και όσοι βρίσκονται κοντά στις εισοδηματικές βάσεις προσδιορισμού θα έχουν πλέον λιγότερα κίνητρα για την ανάπτυξη της νόμιμης επαγγελματικής τους δραστηριότητας, καθώς θα τους φέρει επιπλέον φόρους. Με άλλα λόγια, τα προτεινόμενα μέτρα ενδεχομένως να λειτουργήσουν αποθαρρυντικά ως προς την ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Γι’ αυτούς τους λόγους, η φορολόγηση με βάση τα τεκμήρια έχει σε γενικές γραμμές εκλείψει από πολλές χώρες της Ευρωζώνης. Αντιθέτως, αποτελεί μέθοδο που χρησιμοποιείται κατά κανόνα σε αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν υψηλή φοροδιαφυγή. Ακόμη και εκεί, όμως, η αποδοτικότητα αυτών των φόρων συνήθως αποδεικνύεται κάτω της αναμενομένης.

Η ενδυνάμωση της φορολογικής διοίκησης ώστε να μπορεί να γνωρίζει το πραγματικό εισόδημα των επαγγελματιών είναι μονόδρομος προς τη φορολογική δικαιοσύνη. Προς αυτόν τον δρόμο βαδίζουν άλλες πτυχές του φορολογικού νομοσχεδίου, όπως η ηλεκτρονική τιμολόγηση, η αποτροπή συναλλαγών με μετρητά και η διασύνδεση των POS με τις ταμειακές μηχανές. Τα παραπάνω είναι μέτρα που θα έπρεπε να έχουν προ πολλού εφαρμοστεί.

Η υποφορολόγηση των εταιρικών κερδών και η υπερφορολόγηση της κατανάλωσης είναι πολιτικές που χρήζουν αναθεώρησης, ενώ είναι αναγκαία η πάταξη της διεθνούς φοροδιαφυγής.

Επιπλέον, ο θόρυβος γύρω από τη φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών έχει τραβήξει την προσοχή μακριά από άλλα, θεμελιώδη ζητήματα φορολογικής δικαιοσύνης. Τα έσοδα από τη φορολογία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωζώνη, ενώ τα έσοδα από τη φορολόγηση της κατανάλωσης –δηλαδή τον ΦΠΑ– είναι τα δεύτερα υψηλότερα. Αυτό μας δείχνει χρόνιες στρεβλώσεις της φορολογίας στη χώρα μας. Οι επιχειρήσεις καταλήγουν να εισφέρουν μόνο ένα μικρό κομμάτι των φορολογικών εσόδων, ενώ ο ΦΠΑ επιβαρύνει δυσανάλογα νοικοκυριά με χαμηλότερα εισοδήματα. Η Ελλάδα είναι επίσης από τις ευρωπαϊκές χώρες με τον υψηλότερο εξωχώριο πλούτο. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης δείχνουν ότι η διεθνής φοροδιαφυγή των Ελλήνων είναι πολύ υψηλότερη από τα 600 εκατομμύρια ευρώ που προσδοκά να εξασφαλίσει η κυβέρνηση με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο.

Η κυβέρνηση στοχεύει να επενδύσει τα έσοδα από το νέο φορολογικό νομοσχέδιο για την ενίσχυση της παιδείας και της υγείας – σίγουρα, επιθυμητοί στόχοι. Και είναι εύλογη η επιθυμία να παταχθεί το διαχρονικό πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Τα τεκμήρια στα εισοδήματα των ελευθέρων επαγγελματιών, ωστόσο, είναι μια γενικευμένη προσέγγιση για ένα πρόβλημα που απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το όραμα για μια δίκαιη φορολόγηση δεν μπορεί να εξαντλείται εκεί. Η υποφορολόγηση των εταιρικών κερδών και η υπερφορολόγηση της κατανάλωσης είναι πολιτικές που χρήζουν αναθεώρησης, ενώ η πάταξη της διεθνούς φοροδιαφυγής είναι μεν δύσκολη στην πράξη, όμως, αναγκαία για ένα πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα.

*Ο κ. Αλέξανδρος Κεντικελένης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Bocconi του Μιλάνου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT