Στην εμφάνισή του, όσες δεκαετίες τον γνώριζα, θα δυσκολευτώ να θυμηθώ άλλα χρώματα εκτός από μαύρο και καφέ σκούρο. Στη ζωγραφική του, η παλέτα του ήταν, επίσης, λιτή: κυριαρχούσαν θερμά γαιώδη χρώματα (ώχρες, όμπρες, σιένες, χοντροκόκκινα), μαζί με λίγο μαύρο ή ενίοτε κάποιο θαμπό πράσινο. Είχαν κάτι αυστηρό και επιβλητικό τόσο η παρουσία του όσο και οι πίνακές του, συμφωνούσε ή διαφωνούσε κανείς με τα λεγόμενά του ή το σύνολο του έργου του. Ο Νίκος Κούνδουρος, εξάλλου, δεν χρειάζεται τις, μετά θάνατον, αγιογραφίες. Oσοι τον αγάπησαν χωρίς όρους ή όσοι τον έκριναν και αρνητικά, αναγνώριζαν πάντα το εκτόπισμά του. Γι’ αυτό και είναι κάπως στενάχωρο να τον συνδέουν μόνο με τον «Δράκο» ή την, προγενέστερη, «Μαγική πόλη». Δεν είναι μόνο περιοριστικό για τη φιλμογραφία του, αλλά και για τον ίδιο ως περσόνα που δεν χωρούσε σε σχήματα. Ηταν και ο ίδιος απειθάρχητος όπως η μνήμη. Στο βιβλίο του «Μνήμη απειθάρχητη», ένα είδος ημερολογίου, που κυκλοφόρησε από την Αγρα, γράφει στην προτελευταία σελίδα, στο 2016 (ένα χρόνο πριν πεθάνει): «Μια απορία περιδιαβάζει το μυαλό μου μαζί με τόσες άλλες. Είμαι άραγε ζωγράφος ή απλώς ζωγραφίζω; (…). Παραπέμπω στο χρόνο το ερώτημα αναπάντητο όπως τόσα και τόσα άλλα».
Από την περασμένη Πέμπτη, 77 ζωγραφικά έργα, σχέδια και αντικείμενα του Νίκου Κούνδουρου εκτίθενται στο Πολιτιστικό Κέντρο Αλίμου σε επιμέλεια του ιστορικού τέχνης Σπύρου Μοσχονά και με τη συνεργασία της συντρόφου της ζωής του, Σωτηρίας Ματζίρη- Κούνδουρου. Το ερώτημα που είχε απασχολήσει τον δημιουργό επιστρέφει, είτε απαντηθεί είτε όχι και αυτήν τη φορά.
Η χρωματική του κλίμακα παρέπεμπε στην αρχαία ελληνική ζωγραφική, ειδικά την αρχαϊκή, συνομιλούσε με τη βυζαντινή, τα πορτρέτα του με τα φαγιούμ και, εντέλει, έκλεινε το μάτι στον Κόντογλου, στον Τσαρούχη, στον Μόραλη, στον Νικολάου, στον Σικελιώτη. Οπως επισημαίνει ο επιμελητής του: «Τα κορμιά του Κούνδουρου θυμίζουν ταυτόχρονα μορφές της ερυθρόμορφης αττικής αγγειογραφίας και βυζαντινές φιγούρες, ενώ συνομιλούν με συγχρόνους του ζωγράφους. Και μολονότι ο Κούνδουρος κινούνταν στον αστερισμό της ελληνικότητας, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι πίνακές του συνιστούν βαθιά προσωπικά έργα, τόσο σε επίπεδο μορφοπλαστικό όσο και σε επίπεδο αφηγηματικό και εικονογραφικό».
Το ερώτημα που είχε απασχολήσει τον Νίκο Κούνδουρο επιστρέφει, μέσα από μια μεγάλη έκθεση με έργα του, προκαλώντας για μια απάντηση.
Είναι αδύνατον να δει κανείς τον ζωγράφο Νίκο Κούνδουρο και να μη σκεφθεί τον σκηνοθέτη. Η ακαδημαϊκή τεχνοτροπία που διδάχθηκε στην ΑΣΚΤ, λοξοδρόμησε στις δικές του αναφορές και φαντασιώσεις. Σε πλάσματα μυθικά, σε συμπλέγματα όπου ταύροι και πάνθηρες συνευρίσκονται με χυμώδεις νέες, σε γυναικεία γυμνά, σε ήρωες, αγίους και δαίμονες. Ζωγραφική ανθρωποκεντρική, δεν ενδιαφέρθηκε, εικαστικά τουλάχιστον, για το τοπίο. Σχεδίαζε σκηνικά και κοστούμια για τις ταινίες του, οι μορφές του είναι διακριτές, αναγνωρίσιμες, όπως και οι σκηνές που επιλέγει να γυρίσει ή να ζωγραφίσει· με το γυμνό να δίνει τον τόνο και το ερωτικό στοιχείο να επιβάλλει τη δύναμή του ή να υποφώσκει.
Το 1998, προλογίζοντας έναν τόμο με 441 φωτογραφίες από το έργο και τη ζωή του, που είχε επιλέξει ο ίδιος, για ένα μεγάλο αφιέρωμα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μιλούσε για τον «παιδεμό του με τα σχήματα, το φως και τα σκοτάδια της δουλειάς του». Εγραφε ότι «η εικόνα δεν έχει ανάγκη από επιχειρήματα, γιατί είναι η ίδια επιχείρημα. Δεν χρειάζεται άλλη υποστήριξη, γιατί η ίδια αυτοϋποστηρίζεται. Ορίζει με ακρίβεια το φανερό, αγνοεί προκλητικά εκείνο που δεν φαίνεται, καταγράφει και συγχρόνως προκαλεί τον θεατή της να την αντιμετωπίσει σαν σημείο εκκίνησης ή σαν τέλος κάποιας αφήγησης που προηγήθηκε».
Ο Νίκος Κούνδουρος πέθανε το 2017, 91 ετών. Ο ζωγράφος και ο σκηνοθέτης συνεχίζουν να αφηγούνται.