Πανεπιστήμιο: Τοξικοεξάρτηση και φωτάκια

Πανεπιστήμιο: Τοξικοεξάρτηση και φωτάκια

3' 11" χρόνος ανάγνωσης

Κατεβαίνοντας από τα Εξάρχεια, μετά τις λαμαρίνες και το εργοτάξιο μεταξύ Νομικής, Βιβλιοπωλείου Πολιτεία και εκείνου του περιπτέρου που πουλάει κακοτυπωμένη αρχαιοελληνική γραμματεία, έχω πάντα μία συγκράτηση. Ενα εσωτερικό φρένο. Κάτι εντελώς σωματικό. Πρέπει οπωσδήποτε ν’ αποφύγω τον πεζόδρομο και το παρκάκι πλάι στην παλιά μου σχολή. 

Δεν ξέρω πώς είναι να είσαι τοξικοεξαρτημένος. Να ψάχνεις τη δόση σου. Σκέφτομαι, όμως, πως θα ’ναι εντελώς άθλιο πράγμα. Ειδικά αν οι τοξικοεξαρτημένοι είναι κάπως κοντά μου ηλικιακά, κοιτάζω να αποφεύγω το μέρος που συχνάζουν, σκαρώνω γρήγορα μια εναλλακτική διαδρομή, κάνω πως δεν ακούω, όπως όλοι. Ποτέ δεν έχω φοβηθεί πως θα μου κάνουν όντως κάτι. Κι υπήρχαν φορές, βράδυ, μετά το μάθημα στη Νομική ή το αναγνωστήριο που ήμουν τόσο τσαλαπατημένη απ’ όλη την ημέρα, που περνούσα ακριβώς δίπλα τους μαθαίνοντας απλώς να τους αγνοώ. 

Τώρα τους κοιτάζω. Μπροστά από το Πανεπιστήμιο, γύρω στα αγάλματα, κάτω από τα λαμπερά μπλε φώτα του στολισμού. Σέρνονται Ιπποκράτους, Πανεπιστημίου, στον κόσμο τους. Και το καλοκαίρι είχε. Ελάχιστη ώρα περπάτημα από τα ξενοδοχεία του Συντάγματος. Λίγα βήματα από ’κει που άλλοι κάνουν τα ψώνια τους. Δεν ήταν προτεραιότητα κανενός αυτά τα φαντάσματα. Ομως, αναρωτιέμαι, τι χρειάζεται η πόλη, το κράτος, αν όχι για να βοηθάει αυτούς που δεν έχουν άλλα δίκτυα υποστήριξης;

Κι εδώ που τα λέμε, από τα λίγα που έχω διαβάσει κατά καιρούς για τον εθισμό και την ψυχική βλάβη κι από ανθρώπους που ξέρω, τα καις τα δίκτυα της υποστήριξής σου. Οι άνθρωποι δεν είναι ειδικοί, δεν μπορούν πάντα να βοηθήσουν. Φίλοι, συγγενείς, μπορεί να μην ξέρουν τι να κάνουν. Μπορεί να κουράζονται. Η εμπλοκή τους (συναισθηματική, οικονομική), οι προσδοκίες τους, μπορεί να μη βοηθάνε καθόλου. Χρειάζονται ειδικοί με σύστημα φροντίδας.

Είναι κάπως άβολο στο κέντρο της πόλης, με την Αθήνα σε μια μετάβαση, ανάμεσα σε κάτι και σε κάτι άλλο, το νοσηρό, οικείο σημείο αναφοράς να είναι το σωματικό τράβηγμα, αυτή η αυτοσυγκράτηση: «Μην πας από ’κει, μην κοιτάς». Είναι γνώριμο, μ’ άσχημο τρόπο, μια ανάμνηση απ’ την πόλη-σύμβολο της βαριάς κρίσης, να περιφέρονται χιλιοτρυπημένα πλάσματα με κενό βλέμμα. Το χειρότερο είναι πως ξέρουν πως έχουν πέσει χαμηλά. Νιώθουν, δεν έχουν απονευρωθεί. Ντρέπονται που είναι άρρωστοι. Που έκαναν κάποιες χάλια επιλογές, κάποιες τρισάθλιες σχέσεις. Και δεν είναι μόνον αυτοί που περιφέρονται στους δρόμους. Είναι κι άλλοι που πέφτουν στη λούπα χάνοντας κάποια χρόνια της ζωής τους – συνήθως «τα καλύτερα». 

Οπως και με τις άλλες αρρώστιες, έτσι κι αυτή έχει αφεθεί στην τύχη της, με αποτέλεσμα να είναι τελείως άνισο πώς θα την αντιμετωπίσει κανείς. Η δουλειά που θα χρειαζόταν για κάποιο σοβαρό σχέδιο θα ήταν ήσυχη και ταπεινή και ασύγκριτα πιο βαρετή απ’ το να φυτεύεις ψηλά δέντρα που ξεραίνονται ή να γιορτάζεις την Πρωτοχρονιά σαν σε βαλκανικό Λας Βέγκας. Αλλωστε, στον εγκλεισμό είχαν παραμεληθεί εντελώς παράμετροι ψυχικής υγείας, εξάρτησης κ.λπ. Το σημαντικό ήταν να βγουν τα νούμερα υπέρ μας, να φανούμε αποτελεσματικοί. 

Υποθέτω πως μία εκστρατεία κατά των ναρκωτικών θα ήθελε πρόγραμμα και τις δικαιολογημένες δαπάνες και ειδικούς που θα έκαναν την ενημέρωση να μη μοιάζει κριντς και γελοία, αλλά κάτι ωφέλιμο. Θα έπρεπε να σπάσει η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτούς κι εμάς, μία απόσταση τελείως φτιαχτή – οποιοσδήποτε μπορεί να κυλήσει. Και παρόλο που οι περισσότεροι δεν θα βρεθούν στον δρόμο, αυτό που θα πάθουν δεν είναι λιγότερο μελοδραματικό. Πώς να μπει κανείς στο μυαλό του εξαρτημένου;

Τριλογία Της Κοπεγχάγης, τρίτο μέρος, Εξάρτηση (Τόβε Ντιτλέουσεν, μετάφραση Κατερίνα Σχινά). Η συγγραφέας γίνεται τζάνκι, κυριολεκτικά, τρυπιέται, εθίζεται στο παυσίπονο, στα χάπια, στα βαριά αναλγητικά. Μες στην αφυδάτωσή της ούτε γράφει ούτε τρώει, ξεκόβει από τους άλλους συγγραφείς, τις εφημερίδες, έχει τον νου της στο φάρμακο και στην κακοποιητική σχέση που της το χορηγεί. Είναι άβολο ανάγνωσμα, γιατί δεν έχει τίποτα ιδιαίτερο ή εκρηκτικά δραματικό, κι αυτό είναι μάλλον το πιο τρομακτικό πράγμα, μια ήσυχη σήψη που απλώνεται αργά και σταθερά ώσπου όλα επιταχύνονται για να τα καταπιεί το κενό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT