Ας πάμε πίσω στον 18ο αιώνα όταν ιδρύθηκε το Βρετανικό Μουσείο. Στόχος του: η εκπαίδευση του κοινού στα επιτεύγματα των Καλών Τεχνών. Στο τέλος του ίδιου αιώνα ο Ναπολέων εκστρατεύει στην Αίγυπτο. Τον ακολουθεί ο Βιβάν Ντενόν – οι επισκέπτες του Λούβρου σήμερα ξέρουν ότι υπάρχει η πτέρυγα Ντενόν. Στην είσοδό της, στο κεφαλόσκαλο, δεσπόζει η «Νίκη της Σαμοθράκης». «Ενα αριστούργημα που δεν μπορεί να το χωρέσει καμία αίθουσα», όπως έγραψε ο Αντρέ Μαλρώ. Ο Ντενόν λεηλάτησε την Αίγυπτο. Δεν το έκανε δ’ ίδιον όφελος. Είχε μια αντίληψη για την τέχνη η οποία επηρέασε όλον τον σύγχρονο κόσμο. Θα έλεγα περισσότερο ακόμη και από άλλες μεγάλες ιδέες, όπως ο σοσιαλισμός. «Αυτά τα έργα, για να αναδείξουν την πραγματική τους αξία, θα πρέπει να αποκοπούν από τον φυσικό τους χώρο. Εκεί αντιμετωπίζονται ως ιστορικά τεκμήρια. Αν όμως βρεθούν στον ίδιο χώρο με τα έργα της Αναγέννησης μεταμορφώνονται σε αριστουργήματα της τέχνης». Οφείλουμε να το παραδεχθούμε. Αν η Αφροδίτη της Μήλου είχε παραμείνει στο χωραφάκι του Γιώργου Κεντρωτά στο υπέροχο νησί των Κυκλάδων δεν θα ανταγωνιζόταν σε δημοφιλία την Τζοκόντα του Ντα Βίντσι.
Πάμε τώρα στον κατηραμένο όφι, τον έβδομο λόρδο του Ελγιν, πρέσβη της Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη σε μια εποχή που οι Οθωμανοί χρειάζονται τους Αγγλους για να αντιμετωπίσουν την επέκταση των Γάλλων στη Μεσόγειο. Ο άνθρωπος είναι αρχαιολάτρης. Και παίρνει την άδεια από τον Πασά των Αθηνών να πάρει μερικές «αρχαιότητες» οι οποίες θα εμπλούτιζαν τις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου. Οι Οθωμανοί δεν είχαν ιδέα από τη σημασία των μεγάλων μουσείων εννοείται. Οσο για τον λόρδο Ελγιν και τα συνεργεία του επέκτειναν το «μερικές» κατά βούληση και άρχισαν να ξηλώνουν τα γλυπτά του Φειδία από τα αετώματα και τη ζωφόρο. Η λεηλασία δεν έγινε εν μια νυκτί, ούτε εν κρυπτώ. Στα εργοτάξια εργάστηκαν πολλοί Αθηναίοι για το μεροκάματο.
Ο αρχαιολάτρης και αρχαιοκάπηλος λόρδος έχει ξοδέψει όλη του την περιουσία για να αποκτήσει τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Τελικά τους αγοράζει το Βρετανικό Μουσείο το οποίο και έκτοτε διεκδικεί τη νομιμότητα της κατοχής τους. Αν θέλουμε να είμαστε αντικειμενικοί απέναντι στη δική μας Ιστορία οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι η παρουσία τους στο Λονδίνο υπήρξε προπαγανδιστικό εργαλείο για τις ελληνικές υποθέσεις. Το κοινό που έβλεπε τα αριστουργήματα του Φειδία ταυτιζόταν με τους Ελληνες και απωθούσε τους σαρικοφόρους Οθωμανούς. Ηταν μια εποχή που το ταξίδι στην Ελλάδα ήταν περιπέτεια, την οποία μόνον μερικοί θαρραλέοι περιηγητές επιχειρούσαν.
Αυτά για τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, για την Ιστορία που λένε. Σήμερα η Ελλάδα δεν είναι μια περιφερειακή χώρα του παγκόσμιου πολιτισμού. Είναι ένα από τα πολλά κέντρα του. Οφείλει να αναγνωρίσει τον ρόλο που διαδραμάτισε η κληρονομιά της στα πανεπιστήμια ή τα μουσεία του δυτικού κόσμου, όμως δικαιούται, επί ίσοις όροις να διεκδικήσει τα πνευματικά της δικαιώματα. Και ανάμεσά τους κατέχουν πρωτεύουσα θέση τα δικαιώματα της μεγάλης γλυπτικής του Φειδία. Ακόμη κι αν το πάρουμε με τη λογική του Βιβάν Ντενόν, ότι το έργο τέχνης αναδεικνύει την αξία του όταν αποκοπεί από τον φυσικό του χώρο, η γλυπτική του Φειδία δεν αποκόπηκε από τον «φυσικό της χώρο». Αποκόπηκε από ένα αριστούργημα της τέχνης. Ο Παρθενών δεν είναι ένα απλό αρχαιολογικό μνημείο που μας δίνει πληροφορίες για την εποχή του, όπως, ας πούμε, η πέτρα που ούρησε ο Μέγας Αλέξανδρος κάπου στη Μικρά Ασία. Είναι ένα καλλιτεχνικό αριστούργημα το οποίο, αν υπήρχε τρόπος, θα έπρεπε να βρίσκεται προστατευμένο σ’ ένα από τα μεγάλα μουσεία του σύγχρονου πολιτισμού. Ο,τι έχει σχέση μαζί του δεν είναι απλή ιστορική μαρτυρία. Είναι αναπόσπαστο τμήμα της αισθητικής του αξίας, αυτής που ορίζει τη δυναμική της παρουσίας του στον σημερινό κόσμο. Οταν τον βλέπεις στην προοπτική της Πατησίων δεν χρειάζεται να ξέρεις την ιστορία του για να τραβήξει το βλέμμα σου. Σαν το Χαμόγελο της Τζοκόντας.
Εχουν κατηγορήσει τους Ελληνες για εθνικισμό επειδή διεκδικούν την επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα. Οχι πάντα αδίκως. Τώρα όμως το επιχείρημα μπορεί να αντιστραφεί. Οι Βρετανοί επικαλούνται τα εθνικά συμφέροντα της ιδιοκτησίας τους, ενώ οι Ελληνες επικαλούνται την πολιτισμική τους αξία – και γι’ αυτό δεν πρέπει να επιμένουμε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς. Ολα αυτά με κάνουν αισιόδοξο ότι κάποια μέρα θα τα δούμε στην Αθήνα.