Ενα ρετιρέ στη Βικτώρια

2' 0" χρόνος ανάγνωσης

Είχαμε ανεβεί στην ταράτσα την ώρα που έπεφτε ο ήλιος. «Αυτή είναι η Αθήνα μας», μου είπαν και άρχισα να κοιτάω γύρω γύρω σαν νιόφερτος στην πόλη. Εχει πάντα γοητεία να μετατοπίζεσαι δυο βήματα έξω από τον εαυτό σου και να αποκτάς παρθενικό βλέμμα. Εβλεπα τις ατελείωτες ταράτσες με τους ηλιακούς και τις κεραίες, ένα γλυπτικό τοπίο άλλοτε ειρηνικό και άλλοτε απειλητικό. Στο βάθος φαινόταν η Ακρόπολη. Από την άλλη πλευρά, πίσω από το δώμα, ο βαρύς τρούλος του Αγίου Παντελεήμονα. Ημασταν στην πλατεία Βικτωρίας. Εβλεπα το άγαλμα, την 3ης Σεπτεμβρίου, τα φώτα άναβαν σιγά σιγά σαν πυρσοί. Είχα περιηγηθεί σε ένα διαμέρισμα του τελευταίου ορόφου, σε ρετιρέ του 1960 που τελούσε υπό ανακαίνιση. Από τα μεγάλα μπαλκόνια της πρόσοψης, όπου έβγαιναν το σαλόνι και οι κρεβατοκάμαρες, έβλεπες πιάτο την πλατεία και όλη την Αθήνα. Το διαμέρισμα αποκτούσε νέα ζωή. Είχα δει τα πατώματα («που δεν τα φτιάχνει πια κανείς»), τους κρυφούς φωτισμούς, το μπουντουάρ της κυρίας, τις εντοιχισμένες δρύινες ντουλάπες, το λουτρό σαν από κάψουλα του χρόνου για διαφήμιση αφρόλουτρου, την κουζίνα με χωριστή τραπεζαρία, μια ατμόσφαιρα εκείνης της φωτεινής, αστικής Αθήνας του 1960.

Ολοι ήξεραν την περιοχή από παλιά. Το αστικό παρελθόν ήταν φανερό σε κάθε γωνιά του διαμερίσματος, και αυτή η παλιά αίγλη ήταν κάτι που διαρκώς επιβεβαιωνόταν από τον περίγυρο. «Ως το 1982 ήμασταν εδώ», άκουσα. «Τους ξέραμε όλους. Τα μαγαζιά ολόγυρα, μπουτίκ επιπέδου Κολωνακίου, ζαχαροπλαστεία, κόσμος καλός…». Η γνώριμη επωδός περιλάμβανε σχόλια για το «τώρα» και ελπίδες για το «αύριο». Πράγματι, το κοντράστ ανάμεσα στις αστικές πολυκατοικίες της Βικτώριας εκείνου του μακρινού χθες με τον σημερινό περίγυρο δεν σε άφηνε ανεπηρέαστο. Ωστόσο, το μυαλό μου πήγαινε αλλού… Οι ταράτσες αυτών των γηραιών πολυκατοικιών παρουσίαζαν ένα θέαμα που ζητούσε από μόνο του προτάσεις. Προκαλούσε τη σκέψη. Δεν είναι δυνατόν, σκεφτόμουν, να βαδίζουμε προς το 2030 και να μην έχουμε ακόμη διατυπώσει σκέψεις για το πώς θα αντιμετωπίσουμε σε καιρούς κλιματικής κρίσης το χάος της αθηναϊκής ταράτσας. Ενα αποτρόπαιο θέαμα, κακογερασμένων τσιμέντων, που πυρώνουν το καλοκαίρι και παγώνουν τον χειμώνα. «Οι ξένοι φίλοι μας το βρίσκουν ενδιαφέρον. Φωτογραφίζουν τη θέα», άκουσα. Τους σκέφτηκα. Από τη Νέα Υόρκη και τη Γενεύη και τη Στοκχόλμη με τα κινητά στην ταράτσα. Ομως, εμείς είμαστε αυτοί που μένουν εδώ. Και η Αθήνα πρέπει να αρχίσει να παράγει σκέψη. Η παλιά, αστική Βικτώρια ήταν ένα τοπίο του νου, ένα κομμάτι μιας ιστορίας. Το σήμερα, το έβλεπα ανάγλυφο από το κομψό ρετιρέ του 1960.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT