Hταν σκληρή και άδικη η ζωή με τη Φρίντα Λιάππα. Το πρώτο, αναμφίβολα· όσο για το δεύτερο, είναι μεταφυσικό τόσο ώστε να καταλήγει μελό. Δεν θα της άρεσε. Πέθανε 46 χρόνων, το 1994, από κακόηθες νεόπλασμα στον εγκέφαλο, έχοντας όμως προλάβει να μεταγγίσει στο ελληνικό σινεμά την κοινωνική, αισθητική και υπαρξιακή ματιά της και αγωνία.
Χθες, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με τη σύμπραξη του σκηνοθέτη Κυριάκου Αγγελάκου και του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε ψηφιακά αποκατεστημένη κόπια η μεσαίου μήκους ταινία της «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» (1977). Ο τίτλος παραπέμπει σε ένα λαϊκό σουξέ της εποχής που τραγουδούσε ο Δημήτρης Μητροπάνος. Μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα της Μεταπολίτευσης, ανάμεσα σε μια αριστερή δημοσιογράφο και έναν ηθοποιό που έχει εγκαταλείψει το θέατρο. Η πολιτική, η Αριστερά, το καλλιτεχνικό αδιέξοδο του δημιουργού, το θέατρο, οι σχέσεις αρσενικού – θηλυκού, με τον άνδρα πάντα να φεύγει, καταπώς λέει και το τραγούδι. Αλλες εποχές, άλλοι οι άνθρωποι, διαφορετικές οι παρέες και οι συζητήσεις. Κατά βάση ατέρμονες, γέμιζαν τα σταχτοδοχεία (από άφιλτρα Gauloises κατά προτίμηση). Οι τότε νέοι, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, φοιτητές, πολιτικοποιημένοι, περιφερόμενοι, βούλιαζαν σε καναπέδες και μαξιλάρες, πίνοντας και αναλύοντας το «κοινωνικό υπόβαθρο» της Μήδειας του Ευριπίδη, αν είναι μια «συνειδητή κοινωνική πράξη» ο φόνος των παιδιών της, αν ο μύθος ορίζεται ως «τελετουργία μιας κοινωνικής συμπεριφοράς». Τα σπίτια είχαν λίγο πολύ κοινά χαρακτηριστικά: βιβλία, αφίσες με το Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ ή με την Τζόαν Κρόφορντ στο «Τζόνι Γκιτάρ». Η κόπωση και τα αδιέξοδα, η διάψευση του μεταπολιτευτικού οίστρου έχει ήδη αρχίσει.
Την πορεία της Φρίντας Λιάππα καταγράφει εύστοχα ο κριτικός Γιώργος Μπράμος (στο αφιερωματικό τεύχος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1995): «Η Φρίντα ήρθε στον κινηματογράφο από τους δρόμους της ποίησης και της πολιτικής. Η ποιητική – πολιτική προσέγγιση του κινηματογραφικού προϊόντος ήταν, άλλωστε, από τα κύρια συστατικά του “νέου κινηματογράφου”. Και τα μεγάλα του αιτήματα ήταν το πώς να διαχωριστεί η ποίηση από τη φορμαλιστική καλλιγραφία και το πώς να αναδειχθεί η πολιτική πέρα από τη συνθηματολογία».
Η προσωπική της μυθολογία, ευδιάκριτη στη φιλμογραφία της, περιλαμβάνει από την ψυχανάλυση και τις αρχετυπικές φιγούρες, τη φετιχοποίηση του σώματος και της επιθυμίας, στην αγάπη για το ρεμπέτικο και τον Τσιτσάνη, στον στοχασμό για την εικόνα και στη σχέση της με τον λόγο (υπήρξε εξάλλου από τους βασικούς συνεργάτες του «Σύγχρονου κινηματογράφου»), στις αναφορές στον Αντονιόνι, στον Παζολίνι, στον Ταρκόφσκι, στον Μπέργκμαν.
Με αφορμή την προβολή τής ψηφιακά αποκατεστημένης κόπιας του φιλμ «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Τολμηρή ματιά, άνθρωπος με πείσμα και αφοσίωση, καθόλου «εύκολος». Oπως έχει γράψει και ο Μισέλ Δημόπουλος: «Η μοναδικότητά της ήταν ακριβώς η “δυσκολία” της· αυτό το μέτρο που δεν κολάκευε, που έκρινε με αυστηρότητα και επαινούσε με γενναιοδωρία. Αυτό το μέτρο που τόσο μας λείπει».
Ξαναβλέποντας το «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» (από τις πρώτες ταινίες της), ο κόσμος και οι αναζητήσεις, οι εμμονές της Φρίντας Λιάππα είναι ήδη εκεί. Oπως και το σκηνοθετικό ταλέντο της, η ικανότητά της να συνθέτει μια ιστορία από στιγμές, από σκόρπιες φράσεις, από ήχους, από βλέμματα. «Με ενδιαφέρει η αλήθεια μιας κατάστασης κι όχι η αληθοφάνειά της, η μοίρα ενός προσώπου κι όχι η ωραιοποίησή του, η σύγκρουση των δυνάμεων που λειτουργούν μέσα σε μια υπόθεση και όχι η παράστασή τους», υποστήριζε η ίδια. Και κατέγραψε τα στοιχήματα της τέχνης της, της γενιάς της, των φαντασιώσεων, των διλημμάτων της. Αφήνοντας το ίχνος που ήθελε: «να αισθάνεται κανείς πως κάθε έξοδος είναι μια καινούργια είσοδος».
Η ταινία «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» θα είναι διαθέσιμη δωρεάν έως τις 19/12 στο online.tainiothiki.gr.