Ελευθερία της τέχνης, κουρελού

3' 26" χρόνος ανάγνωσης

H μόνη σοβαρή στάση ενός κράτους απέναντι στην τέχνη είναι η αδιαφορία για το περιεχόμενό της. Ή, μάλλον, αυτό είναι το ελάχιστο που πρέπει να κάνει, γιατί από εκεί και πέρα, θα μπορούσε ιδανικά έως και να στηρίζει την τέχνη με χρήματα. Αλλη ιστορία, όμως, αυτή.

Σήμερα το επίμαχο ζήτημα είναι ένα ροζ πάπλωμα, έργο της Τζόρτζια Λάλε. Κάτι σαν κουρελού από σεντόνια, μία αναφορά στα θύματα της έμφυλης βίας στην Ελλάδα. Το έργο παραπέμπει στην ελληνική σημαία και προφανώς αναφέρεται στην πρόσφατη ιστορία της βίας κατά των γυναικών στη χώρα. Εχει μια ήσυχη θηλυπρεπή ένταση, είναι σύγχρονο και σαφές στα μηνύματά του.

Θα χρειαζόταν πολλή φαντασία για να ενοχληθεί κανείς από τούτο το έργο. Οπως και από τα περισσότερα έργα σύγχρονης τέχνης. Εχουν γίνει τα πάντα. Εχουν πειραχτεί εθνικοί ύμνοι, έχουν συρρικνωθεί τα «ιερά και τα όσια» των μεγαλύτερων κειμένων διαφόρων λογοτεχνιών σε περφόρμανς λεπτών, ενώ σε μια οποιαδήποτε χαμηλής στάθμης ομάδα καλλιτεχνών θα υπάρχει κάποιος που «προκαλεί για να προκαλεί», κολλημένος στην εφηβεία του (ο Παρθενώνας, για παράδειγμα, έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορες τρισάθλιες εικαστικές παρεμβάσεις ως σύμβολο δεν ξέρω ποιου πράγματος τελικά). Η πραγματική απάντηση σε όλα αυτά είναι: μα ποιος νοιάζεται; 

Αν το έργο είναι καλό ή έστω αξιοπρεπές (αισθητικά μιλώντας) κάποιοι νοιάζονται. Γιατί τότε μπορεί πραγματικά να μιλήσει για το θέμα του. Δηλαδή: όλα τα έργα έχουν δικαίωμα να υπάρχουν στον κόσμο, αλλά, αν περνούν μια στάθμη, ενδέχεται να έχουν και κοινό και να είναι επιδραστικά. Αν συμβεί αυτό, το έργο μπορεί να είναι και ενοχλητικό, αφού το θέμα πολλών δημιουργών είναι να κοιτάζουν γύρω τους και το θέαμα δεν είναι πάντα ωραίο. Συχνά μάλιστα «στρέφονται κατά της πατρίδας τους». Πολλές πατρίδες έχουν κατά καιρούς περιφρονήσει το έργο δημιουργών τους, ώσπου να γίνει γνωστό αλλού και μετά η μαμά-πατρίδα να μετατρέψει τον πλάνητα καλλιτέχνη σε τουριστικό προϊόν (βλ. Ιρλανδία – Τζέιμς Τζόυς).

Μάλιστα, πηγαίνουμε σε σύγχρονες εκθέσεις εικαστικών για να δούμε την «άλλη πλευρά». Τι έχουν να πουν οι σύγχρονοί μας για το τώρα; Τις ωραιότερες εκθέσεις κατά της αποικιοκρατίας τις έχω δει στα πρώην αποικιοκρατικά ευρωπαϊκά έθνη και ακόμη θυμάμαι πως σε μικρή απόσταση από τοπόσημο του εμπορίου σκλάβων στην Πορτογαλία φιλοξενούνταν έκθεση από τις μαύρες γειτονιές της σύγχρονης Λισαβόνας με τις μουσικές και τις ιστορίες τους.  

Ομως, ας γυρίσουμε στο βαρετό νομικό θέμα. Ολοι οι άνθρωποι μπορούν να εκφέρουν κρίσεις. Φυσικά αυτές δεν έχουν την ίδια βαρύτητα, άλλο το έργο του Στάινερ Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι άλλο το ποστ στο facebook «καλός ο Ντοστογιέφσκι, αλλά δεν τρελάθηκα». Ομως κανένας Στάινερ δεν έχει περισσότερα δικαιώματα από κανέναν άλλον. Απλοί άνθρωποι, χαλαρά, ελεύθερα, μπορούν ακόμη και να λένε πως τους ενοχλεί το έργο, πως θα ήθελαν να εκλείψει, να έχουν έντονα συναισθήματα απέχθειας απέναντί του, να θεωρούν τον/τη δημιουργό ένα βδέλυγμα. Και τι; Πάλι: ποιος νοιάζεται; Η τέχνη της συνύπαρξης είναι να σιχαινόμαστε πραγματικά αυτά που συνάνθρωποί μας θεωρούν σπουδαία και να προσπαθούμε να τους μεταπείθουμε μόνο με τις λέξεις – ούτε μ’ απαγορεύσεις, ούτε με τα χέρια, ούτε και με πυρσούς και λάβαρα.  

Ρόλος του κράτους είναι να προστατεύει το ίδιο το έργο τέχνης, να το αφήνει να υπάρχει. Το περιεχόμενο είναι αδιάφορο, γιατί άπαξ κι αρχίσεις να κρίνεις το περιεχόμενο, ξεκινάει μια ολισθηρή πλαγιά και η ελευθερία έχει ήδη τραυματιστεί. Από νομικός/δικαστήριο/Βουλή και υπουργείο γίνεσαι κριτικός τέχνης, αντί για κράτος/εξουσία είσαι πια φιλολογική σύναξη/επιμελήτρια έκθεσης/καλοτεχνίτης που φλυαρεί για το τι αξίζει και τι όχι αισθητικά. 

Δεν είναι αυτός ο ρόλος του ανθρώπου με κρατική εξουσία. Η εξουσία κουβαλάει και την ευθύνη της, όπως λένε διαρκώς τα δικαστήρια, ο απλός κόσμος και οι σούπερ ήρωες. Η εξουσία σού επιβάλλει να φέρεσαι διαφορετικά απ’ ό,τι οι θαμώνες καφενείου, που είναι αξιοσέβαστοι ως πολίτες χωρίς εξουσία και δεν καταπιέζουν πραγματικά κανέναν όταν εκφέρουν απαξιωτικές κρίσεις για καλλιτέχνες πίνοντας τον καφέ τους με τους φίλους τους.

Δυστυχώς, όμως, τον ρόλο του κριτή τού περιεχομένου έργων –δηλαδή του κριτικού με εξουσία, άρα του λογοκριτή– ανέλαβαν με χαρά πρώτα βουλευτές και μετά κι άλλοι φτάνοντας έως την αποκαθήλωση του έργου της Τζόρτζια Λάλε με παρέμβαση υπουργείου. Η απομάκρυνση του έργου ήταν απομάκρυνση (ελπίζω απολύτως παροδική και απερίσκεπτη) από την ελευθερία της τέχνης. Μια υποχώρηση μπροστά σε κάτι σκοτεινό. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT