Τα 85 χρόνια συνθέτουν μια «πλήρη ζωή»; Αποχαιρετίζεις κάποιον με λιγότερη θλίψη γιατί μπόρεσε να φτάσει στο «τέλος μιας διαδρομής»;
Παρατηρώντας γύρω μου τους πολλούς συνοδοιπόρους, καλλιτέχνες και φίλους του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, στην κηδεία του την περασμένη Τετάρτη στο Α΄ Νεκροταφείο, έβλεπα πρόσωπα πολύ συγκινημένα αλλά και συμφιλιωμένα με τον αποχαιρετισμό. Η απάντηση ήρθε αυτόματα από έναν πολύ κοντινό του άνθρωπο. «Ο Γιώργος δεν θα λείψει. Θα είναι για πάντα ανάμεσά μας. Θα τον “βλέπουμε” μέσα από τα έργα του». Συμβαίνει, κατά κανόνα, με τους ηθοποιούς, τους δημιουργούς που αφήνουν αποτύπωμα. Μπορεί να μη «χάνονται», κάποιοι, όμως, μας «λείπουν». Γιατί η απώλειά τους φέρει, εκτός από τη δική τους μοναδικότητα, και τα χαρακτηριστικά μιας γενιάς και μιας εποχής. Είναι αυτό που αποκαλούμε σκηνικό ήθος; Ή επαγγελματική συνέπεια; Ή υποδειγματική σκηνική συμπεριφορά; Ολα κομβικά, αλλά, και πάλι, δεν επαρκούν. Ωσπου άκουσα τον στενό του φίλο, σπουδαίο εκπαιδευτικό («δάσκαλο» τον αποκαλούσαμε πάντα) και φιλόλογο Λαοκράτη Βάσση, στον επικήδειό του, να μιλάει για το πόσο «μεγάλος ήταν στην απλότητά του», για την αυθεντικότητά του που δεν απώλεσε ποτέ, ούτε «όταν περίσσευαν οι έπαινοι». «Χωρίς να εκμαυλιστεί και να ξιπαστεί», παρέμεινε ο «κυρ Γιώργος τους, ο “δικός τους” άνθρωπος». Γι’ αυτόν, λοιπόν, τον «αληθινά εκλεκτό», δεν συγκεντρώθηκαν μόνο οι συναδέλφοί του, για το τελευταίο χειροκρότημα, αλλά και υπερήφανοι κάτοικοι από το Βαλτεσινίκο Αρκαδίας, τόπο καταγωγής της μητέρας του, που, καθώς φαίνεται, δεν ξέχασε ποτέ και στον οποίο αναφερόταν πάντα. Ηρθε στην εκκλησία ο παπάς της ενορίας του χωριού για να τον κατευοδώσει και να «υποκλιθεί», όπως είπε, στη σπανιότητά του.
«Η τέχνη διαμορφώνει πολίτες που μπορούν να επιλέγουν τους καλύτερους», πίστευε.
Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος με την παιγνιώδη και περιπαικτική διάθεση για τους φίλους του μπορούσε να αφαιρεί το βαρύγδουπο από τη σοβαρότητα, τη σπουδαιοφάνεια από το σημαντικό και να παραδίδει την ουσία του· είτε εμφανιζόταν στις μικρές είτε στις μεγάλες σκηνές. Επί έξι δεκαετίες. Και να προσφέρει, παράλληλα, έργο κοινωνικό, σε φυλακές και πάσχοντες ανθρώπους. Αθόρυβα. Χωρίς κάμερες, φωτογραφίσεις και αναρτήσεις. Και όχι μόνο επειδή η γενιά του δεν έζησε μέσα στον τεχνολογικό πυρετό και στην παντοδυναμία της εικόνας. Η ευαισθησία του δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, η ικανότητά του να αφουγκράζεται τον ψίθυρο, τόσο στα κείμενα/στους ρόλους που ερμήνευε όσο και στην αύρα των άλλων.
Λέμε συνήθως ότι όσοι φεύγουν πάνε να συναντήσουν «εκεί» φίλους και αγαπημένα τους πρόσωπα, μια άτυπη παρέα: τον Κάρολο Κουν, τον Γιώργο Μοσχίδη, τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, τον Μίμη Χρυσομάλλη, τον Θόδωρο Εξαρχο, τον Βασίλη Δημητρίου. Και πολλούς ακόμη. Ούτως ή άλλως, όσο περνάει ο καιρός, ο από «εκεί» πληθυσμός αυξάνεται, προστίθεται κάθε τόσο και κάποιος. Ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος, όμως, φρόντισε εκτός από τη θεατρική φήμη και την ψυχική γενναιοδωρία του να αφήσει πίσω του και μια επιστολή. Πριν από επτά χρόνια συνέταξε –και δημοσιοποιήθηκε ευρέως– το «Γράμμα σ’ έναν νέο ηθοποιό». Με ένα απόσπασμα, θα τον αποχαιρετίσουμε:
«Να αγαπάς το σώμα σου, τη στραβή τη μύτη, το πάχος σου, τα μικρά τα μάτια σου, γιατί μόνον έτσι θα φτάσουν όμορφα στη σκηνή, άλλωστε μ’ αυτά θα ζήσεις και θ’ αποθάνεις. Οσο τα κρύβεις, τόσο τ’ ασχημαίνεις… Στην τέχνη πρέπει να διακινδυνεύεις, γιατί είναι χρησιμότερο ένα “ενδιαφέρον λάθος” από ένα αδιάφορο σωστό. Αμα αισθανθείς πως είσαι επαρκής, δύο τινά συμβαίνουν. Ή έχεις αποθάνει ή είσαι ύποπτος… Η τέχνη είναι ανιχνευτής, πάει μπροστά και οι φωτισμένες ηγεσίες ακολουθούν. Η τέχνη διαμορφώνει πολίτες που μπορούν να επιλέγουν τους καλύτερους. Δεν πρέπει να συμπολιτεύεται με κόμματα και εξουσίες. Ο δρόμος της είναι μοναχικός – δημιουργικός. Να εμπιστεύεσαι περισσότερο το όνειρο παρά τη φαντασία. Το όνειρο κρύβει αλήθεια. Η φαντασία τη μίμηση…».