Τι σημαίνει ξεκουράζομαι; Για πολλούς σημαίνει το ξύσιμο μιας πληγής. Στη συζήτηση «Πώς να Ξεκουράζεσαι» (how to rest), στο περιοδικό The Atlantic, ακούω διάφορα τρομακτικά που δεν μου προξενούν καμία εντύπωση. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να κοιμηθούν, δεν ξέρουν να ξεκουραστούν, κοιτάζουν σαν χάνοι εισερχόμενα μηνύματα. Κάπου μεταξύ της απόλυτης παραίτησης/μελοδραματικής «δραπέτευσης από τον καπιταλισμό» ή του να μη σηκώνονται να πιουν ένα ποτήρι νερό και να κοιτάξουν έξω απ’ το παράθυρο, σίγουρα υπάρχει κάποιο πιο φυσιολογικό πεδίο ανάπαυσης, κάτι μεταξύ δουλειάς, χαλάρωσης και αναψυχής, αλλά δεν το βρίσκουν. Εν ολίγοις, ή που θα τσακίζονται στη δουλειά ή που θα διαλύονται στον καναπέ.
Ο κάπως ειδικός στο ζήτημα της αναψυχής (με τη σημασία που υπονοούν τα ίδια τα συστατικά αυτής της λέξης) Alex Soojung Kim Pang, στην εν λόγω εκπομπή προτρέπει τους ακροατές του να μη βλέπουν την ξεκούραση σαν χαμένη ώρα ή σαν κάτι έξω απ’ τη ζωή τους. Δεν χρειάζεται να διαλυθείς, λέει, δεν χρειάζεται ν’ αυτοτιμωρηθείς που ξεκουράζεσαι. Δεν χρειάζεται να είναι χάλια. Και δεν χρειάζεται να είναι ίδια η ξεκούρασή σου μ’ αυτήν των άλλων. Ομως, η ξεκούραση έχει ένα κοινωνικό πλαίσιο.
Περπατώντας στους δρόμους της πόλης βλέπω πολυάσχολους αργόσχολους. Με εξαίρεση τους γηραιότερους που μερικές φορές κάθονται ανένοχα παρατηρώντας και κάνοντας το απόλυτο τίποτα και αφαιρώντας από το κάδρο τα έφηβα ή μετέφηβα που ξεκουράζονται σε αγέλες κοιτώντας το υπερπέραν και συχνά ατμίζοντας, οι υπόλοιποι έχουν τεράστια αγωνία να παίξουν έναν άγραφο ρόλο που διαρκώς υπονοείται: δεν έχουν χρόνο. Κορνάρουν, σπρώχνουν, σε υποτιμούν άμα περπατάς αργά και σκρολάρουν μέχρι σιχασιάς σε κάποια εφαρμογή στα μέσα, στο πεζοδρόμιο, στις ουρές, στις καφετέριες, στα δοκιμαστήρια, οποιοδήποτε δευτερόλεπτο αναμονής ή ανάπαυσης πρέπει να καλυφθεί μ’ ένα σύντομο μονόπρακτο σόου: ο/η πολυάσχολος/η καίγεται. Ξέρουμε ότι απλώς χαζεύεις, δεν χρειάζεται τόσο ύφος.
Η αληθινή ξεκούραση μπορεί να μη μοιάζει αληθινά με ξεκούραση. Το παράδοξο πως κάποιος χαλαρώνει εξαιρετικά μετά από μια πεζοπορία ωρών στα βουνά κι έχοντας ξυπνήσει πριν από την ανατολή δεν έχει τίποτα παράδοξο πραγματικά. Και το αστείο πως εξαντλούμαστε μετά από ένα-δύο μέιλ, αλλά όχι γράφοντας στο τετράδιό μας, δεν είναι αστείο, είναι πραγματικότητα.
Στο άρθρο «Καιρός Να Αγκαλιάσουμε Την Αργή Παραγωγικότητα» (It’s Time to Embrace Slow Productivity), στο περιοδικό New Yorker, δεν προτείνεται πραγματικά να εργαζόμαστε αργά, αλλά να εργαζόμαστε πιο βαθιά. Αντί να λέμε τι θα κάνουμε (που σύμφωνα με το άρθρο προξενεί απίστευτο άγχος), να το κάνουμε. Απλό. Δεν είναι όμως έτσι. Υπάλληλοι οργανισμών κι εταιρειών, καλλιτέχνες, ακαδημαϊκοί και άλλοι εργάτες/εργαζόμενοι του λάπτοπ και του πνεύματος περνάνε ένα τεράστιο μέρος της ημέρας τους εξηγώντας τι θα κάνουν, δικαιολογώντας τις δαπάνες γι’ αυτό που θα κάνουν ή προαναγγέλοντάς το. Μιλώντας γι’ αυτό που θα κάνουν αντί ν’ αφήνονται να το κάνουν νιώθουν γελοίοι, κλόουν και σταδιακά καίγονται κιόλας.
Μετά την πανδημία, φούντωσε η συζήτηση για το πόσες μέρες, πού και πώς πρέπει να δουλεύουμε. Η συζήτηση συνεχίζεται, όμως πολλοί πιστεύουν πως πρέπει να ξανασκεφτούμε ριζικά τι σημαίνει εργάζομαι συγκεντρωμένα και τι σημαίνει μια κουλτούρα επιβράβευσης της διαρκούς γκρίνιας για όλα όσα πρέπει να γίνουν και του έμμεσου αυτοεγκωμιασμού για τον χρόνο που δεν έχουμε για όσα αξίζουν, κολυμβητήρια, βιβλία, γεύματα χωρίς κινητά. Είναι τόσο γελοία και παιδική η ανάγκη να δείχνουμε διαρκώς πως κάτι κάνουμε πασπατεύοντας πληκτρολόγια κι οθόνες και μάλλον βλάπτει την παραγωγικότητά μας. Κι αυτή τη γελοία ανάγκη συχνά επιβραβεύουν υπεύθυνοι προσωπικού, διευθυντές/διευθύντριες, αλλά και ο περίγυρός μας.
Αν περπατάμε στα διαλείμματα απ’ τη δουλειά χαζεύοντας τα δέντρα, δεν θα γράψουμε όσο έγραψε ο Καντ, όσο για την ποιότητα, ας μην το συζητήσω. Ομως, μπορεί να γίνουμε χαρούμενοι. Η ανάπαυση είναι, λέει, αναγκαία για να κάνουμε συνδέσεις. Η ευταξία αυτή, λέει ο Soojung Kim Pang, είναι το έδαφος για δημιουργικές σκέψεις, για την εφευρετικότητα, για όλα τα καλά. Φαινόμαστε χαζοί και αναποτελεσματικοί σκρολάροντας καθώς περπατάμε, όχι τίποτα διευθυντικά στελέχη. Και σίγουρα μοιάζουμε μίζεροι όταν σπαταλάμε ολόκληρη την ημέρα μας σε συναντήσεις (τι αγωνία κι αυτή να πούμε πως έχουμε «μίτινγκ» ή «ζουμ») και σ’ έναν αγώνα «αποτελεσματικότητας», που δεν φέρνει αληθινά αποτελέσματα, αλλά σκόρπισμα.
Είναι λες κι όλα έχουν γίνει τόσο εύκολα αποδομήσιμα (η εργασία, η ξεκούραση, το σεξ κι οι βόλτες), που τα διαλύουμε κάθε βράδυ, ώστε με τα ίδια σκάρτα υλικά να τα ξαναφτιάξουμε κάθε πρωί. Σίγουρα μέσα μας είμαστε πιο άδειοι πριν, μετά και κατά τη διάρκεια της δουλειάς, μια κοινωνία εξάντλησης. Γιατί; New Year, new me, αλλά για πόσο; Ας ξεκινήσουμε κάπως αργά. Θα απαντήσω όταν μπορώ.