Το Ιντεάλ κι εμείς

2' 14" χρόνος ανάγνωσης

Η τελευταία προβολή στον κινηματογράφο Ιντεάλ ενόψει της ανακατασκευής του κτιρίου που το στέγαζε ήταν φυσικό να φορτίσει συναισθηματικά μια μερίδα σινεφίλ, η οποία αισθάνεται ότι η πόλη αποψιλώνεται από βασικά σημεία αναφοράς και κοινωνικής συναναστροφής. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για «κροκοδείλια» δάκρυα αν αντιπαραβάλει τις θυμωμένες αναρτήσεις στις κατεξοχήν κοιτίδες του ψηφιακού θυμού (τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) για το διφορούμενο «τέλος εποχής» του Ιντεάλ (η αίθουσα παραμένει αλλά με δυνατότητα φιλοξενίας και θεατρικών παραστάσεων στο μέλλον) με την εκκωφαντική απουσία αντίστοιχων αντανακλαστικών, όταν δύο εξίσου σημαντικοί κινηματογράφοι (Αττικόν και Απόλλων) βυθίστηκαν στο σκοτάδι μετά τις αντιμνημονιακές μολότοφ που έσκασαν στην προμετωπίδα τους τον Φεβρουάριο του 2012. Αντιθέτως οι ελάχιστοι Αθηναίοι που έσπευσαν την επομένη της καταστροφής στο απέναντι πεζοδρόμιο με μια χούφτα κεριά στα χέρια λοιδορήθηκαν ανελέητα γιατί σύμφωνα με το κλίμα της εποχής, «δεν τους καιγόταν καρφί για τις περικοπές στους μισθούς και στις συντάξεις και τους πήρε ο καημός για τα… ντουβάρια».

Ομως το (ελπίζουμε, προσωρινό) κλείσιμο του Ιντεάλ μιλάει ταυτόχρονα για πολλά κρίσιμα θέματα της αθηναϊκής ατζέντας. Το Ιντεάλ ανέστειλε τη λειτουργία του γιατί ξεκίνησαν οι εργασίες μετασκευής ενός πολύ σημαντικού κτιρίου της πόλης, που φέρει την υπογραφή του Ερνέστου Τσίλλερ, σε ξενοδοχείο. Πρόκειται για το Μέγαρο Σλήμαν-Μελά στην οδό Πανεπιστημίου, σκιά του παλιού, καλού του εαυτού εδώ και δεκαετίες. Η εκ βάθρων ανακαίνισή του θα αποδώσει σε αυτό το κομβικό σημείο της πόλης ένα αρχιτεκτονικό της τοπόσημο αναγεννημένο. Ακριβώς απέναντι, η Στοά Αρσακείου μεταμορφώνεται σε γαστρονομικό προορισμό υψηλών προδιαγραφών και άλλα δεκάδες κτίρια σε μια ακτίνα λίγων μέτρων αναγεννώνται.

Ο προσωρινός παροπλισμός του συμπυκνώνει μια σειρά από παράλληλες πραγματικότητες.

Επομένως η (φυσιολογική) στενοχώρια μας για το κλείσιμο του Ιντεάλ δεν θα πρέπει να μας παρασύρει και να μας κάνει να χάνουμε ολόκληρη την εικόνα: το αγαπημένο σινεμά δεν έκλεισε ούτε γιατί δεν «έβγαινε» οικονομικά, ούτε γιατί γκρεμίζεται το κτίριό του, ούτε γιατί κάποιοι αποπειράθηκαν να το κάψουν.

Ταυτόχρονα η κινηματογραφική «αγορά» της Αθήνας δείχνει σημάδια ανάκαμψης τόσο από πλευράς εισιτηρίων όσο και υποδομών. Το γεγονός ότι η Οπερα άνοιξε ξανά, υπό τη σκέπη μάλιστα ελληνικής συνδρομητικής πλατφόρμας (πόσο παράδοξο αλλά και πόσο ενδεικτικό της ρευστότητας που επικρατεί), επιβεβαιώνει ότι το αθηναϊκό εκκρεμές ταλαντεύεται ακόμα. Οσο ανεδαφικό είναι να πιστεύει κανείς ότι το κέντρο της πόλης μπορεί να συντηρήσει το 2024 όσες αίθουσες συντηρούσε το 1990, άλλο τόσο πρόωρο είναι να προεξοφλούμε το τέλος της κινηματογραφικής εμπειρίας όπως την ξέραμε. Το Ιντεάλ δεν «έκλεισε» γιατί ήρθε ένας «κακός» επιχειρηματίας που θέλησε με τη βία να επενδύσει μερικά εκατομμύρια ευρώ σε ένα παροπλισμένο διατηρητέο κτίριο για να το μετατρέψει σε ένα ακόμα ξενοδοχείο. Το κλειστό Ιντεάλ αφηγείται μια ιστορία που έχει πολλά να μας διδάξει. Αρκεί να έχουμε τη γενναιότητα να την ακούσουμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT