Εχουμε τη συνήθεια στην Ελλάδα να αντιμετωπίζουμε τα εγχώρια πολιτικά φαινόμενα σε μια οπτική εντελώς ελληνοκεντρική και συνάμα βραχυπρόθεσμη. Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίζεται και η περίοδος της Μεταπολίτευσης, δηλαδή η μετάβαση στη δημοκρατία γίνεται κατανοητή στη βάση μιας εντελώς εγχώριας οπτικής, ακόμη και όταν υπογραμμίζουμε ότι η Ελλάδα στη διαδικασία εκδημοκρατισμού συνοδεύτηκε από την Πορτογαλία και την Ισπανία. Κι αυτό ακόμη όμως δεν αρκεί για να δώσει στη διαδικασία της μετάβασης τις πραγματικές της διαστάσεις.
Αν θέλουμε να κατανοήσουμε τι σήμαινε Μεταπολίτευση θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός των Δημοκρατιών, παγκοσμίως, ανερχόταν σε 35, για να φθάσει το 2013 τις 120. Το φαινόμενο αυτό ονομάστηκε «δημοκρατική παγκοσμιοποίηση». Σε μια άλλη οπτική, ο Σ. Χάντιγκτον τοποθετεί τη μετάβαση στη δημοκρατία στην Ελλάδα στις απαρχές του τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού στον κόσμο. Επομένως η Μεταπολίτευση στην Ελλάδα, ακόμη κι όταν την εκλαμβάνουμε με το πιο στενό περιεχόμενο του όρου, δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως ένα κομμάτι μιας ευρύτερης παγκόσμιας διαδικασίας, την οποία δεν μπορούμε να παραβλέψουμε χωρίς κόστος στην απόπειρα κατανόησης του φαινομένου.
Παραπέρα, όμως, το φαινόμενο της δημοκρατικής παγκοσμιοποίησης δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μια συνιστώσα της διαδικασίας «βαθιάς παγκοσμιοποίησης», που ξεκινάει το 1971 και ολοκληρώνεται με τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Τι ακριβώς σημαίνουν, όμως, όλα αυτά;
Το 1971 ζούμε μια καθοριστική στιγμή της παγκόσμιας μεταπολεμικής Ιστορίας: το σύστημα του Bretton Woods, πάνω στο οποίο είχε οικοδομηθεί η μεταπολεμική παγκόσμια ευημερία, αλλά και η αμερικανική ηγεμονία στον δυτικό κόσμο, καθώς επίσης και η ελληνική οικονομική απογείωση, εγκαταλείπεται έπειτα από απόφαση του προέδρου Νίξον. Βρισκόμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής, μιας εποχής που έχει χαρακτηριστεί, όπως ήδη ανέφερα, περίοδος «βαθιάς παγκοσμιοποίησης», σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της «ρηχής παγκοσμιοποίησης», που προσδιοριζόταν από τον έλεγχο των κεφαλαιακών ροών παγκοσμίως και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες με βάση το δολάριο. Από το 1971 και μετά τα κεφάλαια κινούνται όλο και περισσότερο ανεμπόδιστα σε παγκόσμια κλίμακα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον στο οποίο η αυτονομία των εθνικών πολιτικών είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Επί της ουσίας, το 1971 έρχεται να οριοθετήσει δύο διακριτά καθεστώτα κεφαλαιακής συσσώρευσης, αλλά και πολιτικής διαπραγμάτευσής τους.
Η μεγάλη κρίση του 2008-2009 έρχεται να κλείσει οριστικά αυτή την περίοδο και ο κόσμος προχωράει σε μια φάση αποπαγκοσμιοποίησης, της οποίας δεν έχουμε δει ακόμη πλήρως τις συνέπειες. Στο πλαίσιο αυτό έχουμε και την ανάδειξη των Spin Dictators, όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζονται ηγέτες όπως ο Ερντογάν, ο Πούτιν ή ο Ορμπαν, οι οποίοι ανατρέπουν την τάση εκδημοκρατισμού των τελευταίων χρόνων. Ο σπουδαίος Μάρτιν Γουλφ, εξάλλου, έχει αφιερώσει ένα σημαντικό βιβλίο στο θέμα της «δημοκρατικής ύφεσης», όπως χαρακτηρίζει την περίοδο μετά το 2007, συνδέοντάς την άμεσα με την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης.
Επομένως, σε μια παγκόσμια προοπτική, αυτό που ονομάζουμε περίοδο της Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, παρά η μετάβαση της χώρας σε μια καινούργια φάση παγκοσμιοποίησης, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας ήταν και η πτώση της δικτατορίας και η εδραίωση της δημοκρατίας. Το πώς συνδέονται τα φαινόμενα αυτά παραμένει θέμα προς διερεύνηση και δεν είναι εδώ ο τόπος για κάτι τέτοιο.
Η μετάβαση της χώρας σε μια καινούργια φάση παγκοσμιοποίησης, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας ήταν και η πτώση της δικτατορίας και η εδραίωση της δημοκρατίας.
Την ίδια περίοδο, βέβαια, η Ελλάδα ζει σε ένα διεθνές οικονομικό πλαίσιο που γίνεται όλο και πιο περιοριστικό για την ανεξαρτησία των εθνικών πολιτικών, την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, την προσπάθεια «εκπαίδευσης» των πληθυσμών της στη δημοκρατία μέσα από πολιτικές υψηλού δημοσιονομικού κόστους, αλλά και τον έλεγχο κρίσιμων τομέων της οικονομίας από ομάδες συμφερόντων που εμποδίζουν κάθε μεταρρύθμιση, κάθε προσαρμογή στα ταχύτατα μεταβαλλόμενα παγκόσμια δεδομένα και φυσικά πέφτει σε μια «παγίδα μεσαίου εισοδήματος», καθώς αδυνατεί να ξεφύγει από το παραγωγικό μοντέλο που είχε ακολουθήσει μέχρι τότε, αλλά και το οποίο ήταν πλέον ξεπερασμένο.
Θα απαιτούσε πολύ χώρο για να αναλυθούν όλες αυτές οι παράμετροι που συγκροτούν τη Μεταπολίτευση, όπως συνήθως την κατανοούμε ως «χρονοτόπο», για να υιοθετήσω μια έννοια του Μιχαήλ Μπαχτίν, που έχουν ήδη χρησιμοποιήσει ο Α. Λιάκος, αλλά και άλλοι ιστορικοί – δηλαδή ως «ιστορική περίοδο, διαδικασία σε εξέλιξη, χώρο, πεδίο, πορεία μετάβασης πολλαπλώς οριζόμενη ανάλογα με τις προσδοκίες και τους σχεδιασμούς διαφορετικών υποκειμένων». Ωστόσο, αν η αντίληψη αυτή μας υπογραμμίζει την ελαστικότητα προσαρμογής σε ένα πολύπλοκο περιβάλλον με αντιτιθέμενες αντιλήψεις, το μείζον κατά τη γνώμη μου διακύβευμα στην κατανόηση της Μεταπολίτευσης και στον προσδιορισμό της περιόδου, είναι η ικανότητά μας να εντάξουμε την περίοδο μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και δούμε τη χώρα μας μέσα από αυτή την οπτική. Στην αντίθετη περίπτωση χάνουμε και το δάσος και τα δένδρα. Και κυρίως αδυνατούμε να κατανοήσουμε το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα, την περίοδο δηλαδή μετά τη Μεταπολίτευση.
*Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.