Για δεκαετίες ο αγροτικός τομέας απορροφάει τη μερίδα του λέοντος (πέριξ του 30%) του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού διαμορφώνοντας σε όλα τα κράτη-μέλη συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας και εξασφάλισης ενός ελαχίστου εισοδήματος στους αγρότες. Αυτή η πολιτική, για να έχουμε μια εικόνα, κοστίζει περίπου 55 δισ. ετησίως στον κοινοτικό προϋπολογισμό που κινείται κοντά στα 190 δισ. Για τη χώρα μας σε ένα σύνολο τακτικών εισροών από τα κοινοτικά ταμεία περί τα 6 δισ. ετησίως, κοντά στα 2 δισ. πάνε στον αγροτικό τομέα που σημαίνει ότι απορροφάει πάνω από το 30%. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης συνεπώς κοστίζει το ένα τρίτο των πόρων και αυτό δεν προέκυψε τυχαία αλλά ως επιλογή για τη διατήρηση της παραγωγής και περιορισμό της εξάρτησης από εισαγωγές. Οι αποφάσεις για μετάβαση από τη γενναιόδωρη πολιτική των επιδοτήσεων σε πιο ελεγχόμενες και ορθολογικές πολιτικές έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων και αγροτικών κινητοποιήσεων σε όλη την Ευρώπη.
Στον σταδιακό περιορισμό των ενισχύσεων προστέθηκαν και τα αυστηρά μέτρα ελέγχου (με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα) για να μειωθούν οι κοινοτικές απάτες που κατατρώγουν μέρος των κονδυλίων στην Ευρώπη και στη χώρα μας φυσικά. Αυτό που όμως φέρνει τα πάνω κάτω είναι η λεγομένη πράσινη μετάβαση που επιβάλλει σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια στους αγρότες και εκτοξεύει το κόστος παραγωγής. Η μεταπήδηση από το ντίζελ σε ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές είναι περίπλοκη υπόθεση και υψηλού κόστους και σε αυτό οι αγρότες έχουν δίκιο. Το χρονικό περιθώριο που έχει τεθεί μοιάζει ασφυκτικό και δύσκολα θα προσαρμοστεί ένας τόσο δυσκίνητος και «κακομαθημένος» τομέας παραγωγής που απολαμβάνει διαχρονικά σε όλη την Ευρώπη μια ιδιότυπη ασυλία.
Οι αποφάσεις για μετάβαση από τη γενναιόδωρη πολιτική των επιδοτήσεων σε πιο ορθολογικές πολιτικές έχουν ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων αγροτών σε όλη την Ευρώπη.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι είναι λογικό να κλείνουν οι αγρότες παρανόμως τους δρόμους και να προκαλούν ταλαιπωρία στην κοινωνία, αλλά δυστυχώς συμβαίνει και εδώ και αλλού.
Η Ευρώπη προφανώς πρέπει να επανεξετάσει τις πολιτικές της και να αξιολογήσει επιλογές που μπορεί να διαλύσουν τον αγροτικό τομέα αν δεν θέλει να μεγαλώσει η εξάρτησή της και στον ευαίσθητο τομέα της διατροφής των πολιτών της. Την ίδια στιγμή όμως πρέπει να συνηθίσουμε στην ιδέα ότι οι γενικευμένες και χωρίς ουσιαστικούς ελέγχους παροχές μάλλον αποτελούν παρελθόν καθώς οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι και οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται. Αυτό είναι ζήτημα πολιτικής τόλμης των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εξηγήσουν και «να εξηγηθούν» πως η εποχή «όλα τα κιλά όλα τα λεφτά» παρήλθε ανεπιστρεπτί. Από αυτό βεβαίως ειδικά για φέτος πρέπει να εξαιρεθούν οι αγρότες στις περιοχές της Θεσσαλίας που επλήγησαν βαριά από τις καταστροφές και θα χρειαστούν χρόνο να ανασυγκροτηθούν. Γι’ αυτούς τους αγρότες η κυβέρνηση πρέπει να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα στήριξης όχι απλώς με έκτακτες ενισχύσεις αλλά κυρίως με σχέδιο για την προστασία τους στο μέλλον και αναδιοργάνωση της παραγωγής τους. Κατά τα λοιπά η αγροτική παραγωγή κοστίζει και θα συνεχίσει να κοστίζει ακριβά, ενώ όσο μειώνονται τα διαθέσιμα εργατικά χέρια θα καθίσταται όλο και πιο δυσχερής.