«Πώς θα ξεχωρίσεις από όλο αυτό τον όγκο κάτι που αξίζει, πώς θα στρέψεις έναν νέο άνθρωπο προς κάτι που αξίζει; Κι όχι προς κάτι που είναι στη μόδα. Οι μόδες πεθαίνουν μέσα σε μία ημέρα…». Ισως, σε αυτό που είπε ο Μάρτιν Σκορσέζε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στη συνέντευξη Τύπου της 74ης Μπερλινάλε (η οποία ολοκληρώνεται σήμερα), να βρίσκεται και η απάντηση για την περιορισμένη απήχηση που έχει στα Οσκαρ. Ο Σκορσέζε δεν είναι της μόδας. Δεν παρέρχεται, μόνο «έρχεται», μεσουρανεί για την ακρίβεια ή, όπως είπε ο φίλος του Βιμ Βέντερς απονέμοντας του τη Χρυσή Αρκτο για την προσφορά του στο σινεμά την περασμένη Τρίτη, «βασιλεύει». Τον αποκάλεσε «βασιλιά του κινηματογράφου». «”Directed by Martin Scorsese” – αυτή η φράση είναι πλέον trademark και μπράντα. Οταν πηγαίνεις σινεμά για να δεις μια ταινία του, κάθεσαι στην καρέκλα σου και ξέρεις πολύ καλά ότι θα δεις κάτι συγκλονιστικό, όχι μόνο για την καριέρα του ίδιου, αλλά για την πορεία του κινηματογράφου και της ιστορικής εποχής…». Ο Βέντερς με τα λόγια απέδωσε το μέγεθος και τη θέση που αναλογεί στον Αμερικανό δημιουργό. Πριν από τέσσερα χρόνια, η ταινία του «Ο Ιρλανδός» ήταν υποψήφια για 10 Οσκαρ· δεν πήρε κανένα. Φέτος μετράει πάλι 10 υποψηφιότητες για τους «Δολοφόνους του ανθισμένου φεγγαριού», ένα σπουδαίο επίτευγμα, για μία από τις πιο σκοτεινές πτυχές της αμερικανικής ιστορίας. Οι προβλέψεις, και πάλι, για βράβευση, δεν είναι με το μέρος του. Εχει σημασία; Εχει για τον ίδιο τον θεσμό περισσότερο, όχι για τον Σκορσέζε, γιατί, πλέον, στα 82 χρόνια του είναι μέρος της ιστορίας του 20ού και 21ου αιώνα, είτε εγγράφεται στα Οσκαρ είτε παραλείπεται. Αναγνωρίζεται στις εικόνες, που δεν είναι μόνο πλάνα μιας μεγάλης τέχνης σε διαρκή εξέλιξη, αλλά και τρόπος σκέψης, παρατήρησης, θέασης του κόσμου. Ο Βρετανός σκηνοθέτης Σαμ Μέντες όταν παρέλαβε, το 2020, τις Χρυσές Σφαίρες σκηνοθεσίας και καλύτερης δραματικής ταινίας για το «1917», είχε δηλώσει: «Θέλω απλώς να πω ότι δεν υπάρχει κανένας σκηνοθέτης σε αυτή την αίθουσα, ούτε στον κόσμο, που δεν βρίσκεται στη σκιά του Μάρτιν Σκορσέζε».
Οι ήρωές του διανύουν μια πορεία ανόδου, πάντα με υψηλό τίμημα, έως ότου έρθει η στιγμή της λυτρωτικής πτώσης, επώδυνης αλλά και εξαγνιστικής. Εχει αφηγηθεί την πραγματικότητα της χώρας του όσο λίγοι, έχει αποτυπώσει την ακατάσχετη, παραληρηματική βία, τον εαυτό που χάνεται γιατί προδίδει και προδίδεται στο κυνήγι της όποιας εξουσίας.
Δεν παρέρχεται, μόνο «έρχεται» ή, όπως είπε ο φίλος του Βιμ Βέντερς απονέμοντάς του τη Χρυσή Αρκτο για την προσφορά του στο σινεμά, «βασιλεύει».
«Πιστεύεις ότι βελτιώθηκες στον χρόνο;» τον ρωτάει ο Τζο Πέσι, σε μια κουβέντα γύρω από ένα τραπέζι μαζί με τον Αλ Πατσίνο και τον Ρόμπερτ ντε Νίρο (ντοκιμαντέρ με αφορμή τον «Ιρλανδό» στο Netflix). «Μαθαίνεις τα πάντα ξανά σε κάθε ταινία», απαντάει ο Σκορσέζε. «Σε κάθε σκηνή, μαθαίνεις ξανά. Πας στη μάχη και πρέπει να μάθεις τον αντίπαλό σου. Κάθε ταινία που κάνεις είναι μια εμπειρία από την οποία μαθαίνεις». Λέει ότι έχει αθροίσει πολλά πράγματα όλα αυτά τα χρόνια, δοκιμάζοντας τεχνικές, μοντάζ σκηνών, κίνηση της κάμερας. Ομως, το βασικό παραμένει αδιαπραγμάτευτο: οι χαρακτήρες στον κόσμο μέσα στον οποίο ζουν, συμπεριφέρονται, αντιδρούν. Και τώρα πια κάθε τι που κάνει είναι το «απόσταγμα» όσων έχουν προηγηθεί. Πόσοι δημιουργοί άραγε μπορούν να κάνουν πράξη την επιθυμία τους «η ταινία να έχει τον ρυθμό του τρόπου που σκεφτόμαστε όταν κοιτάζουμε το παρελθόν»;.
Μπορεί να ξέρει ότι το σημερινό κοινό βιώνει «τη μεγαλύτερη επανάσταση από την έλευση του ήχου το 1927». Ξέρει όμως επίσης ότι οι ταινίες μεγαλώνουν μαζί μας. «Πολλές φορές βλέπεις μια ταινία 30 χρόνια μετά και έχει αλλάξει, μεγαλώσει. Στην ουσία, η ταινία είναι ίδια – εσύ έχεις αλλάξει, μεγαλώσει. Αυτό συμβαίνει και με τη μουσική – οι συμφωνίες του Μπετόβεν αλλάζουν μέσα μας συνεχώς».
Μια κίνηση ανεξάντλητη· ανακουφιστική όσο και απελευθερωτική.