Μια βροχερή μέρα του Οκτώβρη του 2015 βρέθηκε το αρχείο. Τριάντα βαλίτσες σώθηκαν από τα σκουπίδια. Hταν σε κακή κατάσταση, με περιεχόμενο που εξαρχής έμοιαζε καταδικασμένο να πεθάνει. Μικρά πακετάκια, 350 περίπου, τυλιγμένα σε χαρτί ή μαντίλι, με επιστολές φυματικών που τελείωσαν τη ζωή τους στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Ειρωνεία. Aνθρωποι και επιστολές, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας τους με τον έξω κόσμο, έμειναν στα αζήτητα, έτοιμα, ανά πάσα στιγμή, να πάρουν τον δρόμο χωρίς επιστροφή.
Το «υλικό» διέσωσαν δύο εργαζόμενες, μοδίστρες, στο «Σωτηρία». Αντέδρασαν χωρίς δεύτερη σκέψη όταν άκουσαν τον θόρυβο και είδαν τις βαλίτσες να σωρεύονται στους κάδους. Αντιλήφθηκαν την αξία του υλικού, φώναξαν «τον πιο κατάλληλο να κατανοήσει» τη σημασία του, τον πνευμονολόγο Φώτη Βλαστό. Μέσα στους ερχόμενους μήνες προγραμματίζονται τα εγκαίνια ενός μικρού μουσείου στις εγκαταστάσεις του νοσοκομείου.
Τίποτα από αυτή την ιστορία δεν θα ήταν κατακτημένο και ορατό αν η σκηνοθέτις Μαριάννα Οικονόμου δεν κινητοποιούνταν πριν από τρία χρόνια, εν μέσω κορωνοϊού, να αναλάβει ένα χρέος και μια ευθύνη. Eδωσε στα γράμματα φωνή, ύστερα από 80 χρόνια, και στους «ανώνυμους» νεκρούς πρόσωπο. Μεταξύ 1945 και 1975 εκατοντάδες φυματικοί πέθαναν εκεί. Δεν τους αναζήτησε κανείς και θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους στον χώρο του νοσοκομείου. Τα, ανορθόγραφα, γράμματα από τις οικογένειες προς τους ασθενείς και αντίστροφα αποτυπώνουν και μια Ελλάδα, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε ακραίες συνθήκες φτώχειας και εξαθλίωσης. Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν άποροι από την επαρχία, οι οικείοι προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν, να τους στείλουν ό,τι μπορούσαν από το πενιχρό εισόδημά τους, αλλά και να τους κρατήσουν σε απόσταση. Το «στίγμα» του φυματικού ήταν αμείλικτο για τις οικογένειες, που απέκρυβαν την ασθένεια αλλά και την αιτία θανάτου. Ο απών / η απούσα ήταν αδιευκρινίστως «απόντες» για τους άλλους συγγενείς, συχνά και για τα ίδια τα παιδιά τους.
Οι φυματικοί του «Σωτηρία», μέσα από την αλληλογραφία τους, στους «Αζήτητους» της ντοκιμαντερίστριας Μαριάννας Οικονόμου.
«Μια σιωπή καλύπτει τη ζωή και τον θάνατό τους», όπως επισημαίνει η Μ. Οικονόμου, η οποία συνεπικουρούμενη από μια μικρή, επιστημονική, ομάδα άρχισε να αναζητά ζώντες απογόνους. Με πολύ κόπο και επιμονή έψαξαν σε δημοτολόγια, σε απομακρυσμένα χωριά, σε, κάποτε απρόθυμες να συμβάλουν, δημόσιες υπηρεσίες. «Για κάποιους συγγενείς που εντοπίσαμε, η διατήρηση της λήθης ήταν προτιμότερη», σημειώνεται στους τίτλους του τέλους.
Ο γκριζομάλλης πλέον Αντώνης έσπευσε από τη Γαλλία για να βρεθεί αντιμέτωπος με γράμματα και φωτογραφίες ενός πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ. Διάβασε όμως στις επιστολές της μητέρας του ότι «προσευχόταν κάθε βράδυ για εκείνον να γυρίσει». «Δεν έλεγαν τη λέξη πέθανε, αλλά έφυγε. Σαν να μην έζησε», λέει στον φακό, σχεδόν λυγμικά, και ζητάει από τη Μ. Οικονόμου να διακόψει το γύρισμα για λίγο.
Ο Νικόλας ομολογεί ότι για πρώτη φορά αντιλαμβάνεται, μέσα από την αλληλογραφία με τη μητέρα του, τι είχε συμβεί. Ανάμεσα στα υπάρχοντα από τον νεκρό και μια παρτιτούρα. Εχουν διασωθεί μόνο τέσσερα μέτρα. Ο γιος του εκτελεί τη μελωδία του παππού του, ο μουσικός του ντοκιμαντέρ Βαγγέλης Φάμπας αναπτύσσει το μοτίβο της ταινίας.
Oλα στους «Αζήτητους» (που προβλήθηκαν στο διαγωνιστικό πρόγραμμα του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, το οποίο ολοκληρώνεται απόψε) κυλούν ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, στο τραύμα και στη θεραπεία του. Το μουσείο είναι αναγκαίο, όπως και η συντήρηση και μελέτη όσων αποκαλύπτονται στην ταινία. Είναι μέρος της ιστορίας του συναισθήματος και της χώρας. Μια αλυσίδα κράτησε έως τώρα τη μνήμη ζωντανή· από τις νοσηλεύτριες εκείνης της εποχής που φρόντιζαν τα υπάρχοντα των εκλιπόντων έως τη σκηνοθέτιδα που αναδεικνύει το μέγεθος και το κόστος της απώλειας που δεν καταγράφεται. Της σιωπής, που έχει κι αυτή μια δική της ζωή.