Ο Πολ Οστερ πέθανε την Τρίτη στο σπίτι του στο Μπρούκλιν. Είναι (χρησιμοποιώ ενεστώτα, γιατί δεν πεθαίνουν πραγματικά οι επιτυχημένοι συγγραφείς) συγγραφέας σπουδαίων μυθιστορημάτων, πλήθους κειμένων. Ενας ρομαντικός τύπος, που πέρασε τη ζωή του διαβάζοντας και γράφοντας. Μάλιστα είχε δηλώσει κάπου την αμηχανία του ως προς το πότε πρέπει να διαβάζει και πότε να γράφει κανείς, για να γίνει καλός συγγραφέας. Τέτοια παρήγορη απλότητα είχε ο τρόπος του.
Οι New York Times, γράψανε πως έφυγε ένας παγκοσμίου φήμης σταρ και έτσι είναι, ένας απ’ αυτούς που κάνουν το γράψιμο να μοιάζει σημαντικό, απ’ τους αγίους της θρησκείας της λογοτεχνίας.
Το 4321 είναι το βιβλίο του Όστερ που θυμάμαι πιο καθαρά, γιατί το ‘χα χρησιμοποιήσει ως εργαλείο αποτίναξης πένθους. Κι άλλοι θα έχουν να θυμηθούν τέτοιες ιστορίες σήμερα, είναι συγγραφέας διαφόρων μπεστ σέλερ άλλωστε. Το 4321 είναι ένα πραγματικά ογκώδες βιβλίο. Ο συγγραφέας ήταν ήδη μεγάλος όταν το έγραψε. Αλλά το 4321 είναι το μυθιστόρημα ενηλικίωσης που ονειρεύεται να γράψει κάθε εικοσάχρονο που ονειρεύεται να γράψει. Εχει μέσα τη ζωή.
Και έτσι στερημένη όπως ήμουν, λόγω του πένθους, έτσι όπως ένιωθα εκείνο το καλοκαίρι (χάλια, θλιβερά, τρισάθλια -μ’ αυτή τη σειρά) το βιβλίο με παρηγόρησε. Δεν με παρηγόρησε απλά, με ζωντάνεψε. Και δεν τα παραλέω. Ολοι έχουν ν’ αφηγηθούν τέτοιες ιστορίες με τον Πολ Όστερ, γιατί είναι ένας εύκολος συγγραφέας που έχει μέσα ατμόσφαιρα/κοφτερή ματιά -ποιος δεν έχει πραγματικά διαβάσει την Τριλογία της Νέας Υόρκης;
Ο συγγραφέας έφυγε εν μέσω καταλήψεων στο Κολούμπια, έντονων συζητήσεων γύρω από το μέλλον της Αμερικής και σ’ ένα κλίμα παγκόσμιας έξαρσης της βίας. Όλ’ αυτά τον είχαν απασχολήσει. Οπως τον είχε απασχολήσει η Νέα Υόρκη, η μονομανής ενασχόληση με τις λέξεις, τ’ αθλήματα, το Βιετνάμ, το μυστήριο, η μποέμ, φτωχική ζωή του γραφιά, η ποίηση, τα νιάτα, η πολιτική, το μυστήριο. Και σίγουρα θα υπάρξουν αναρτήσεις του στυλ «χάλια, άχρωμος, άοσμος και βαρετός» ή «τι μέτριος συγγραφέας!», γιατί ο θάνατος κάποιου συγγραφέα πάντα προκαλεί μία απίστευτη μεμψιμοιρία στο goodreads και στα σόσιαλ, αλλά η αλήθεια είναι πως εμένα μού αρέσει ο Πολ Όστερ.
Επιμένω στο 4321 γιατί είχα πάθει κυριολεκτικά την πλάκα μου διαβάζοντάς το, έχει μέσα όλα όσα πρέπει να έχεις, για να πεις μια ιστορία. Εχει και πολιτική και σπορ και μία αίσθηση πως όλα είναι πιθανά, ενώ ο θάνατος/η επιτυχία/η ευτυχία και η δυστυχία καραδοκούν στη γωνία να σε συντρίψουν. Εχει ζωή μέσα, το ξαναείπα, αλλά το λέω πάλι.
Βιβλία μπορεί να γράψει ο οποιοσδήποτε, αλλά να μπορέσεις να εμφυσήσεις ζωή μέσα σ’ αυτά, να τους δώσεις την πλαστικότητα, την ευκαμψία, το νεύρο και τη ζωηράδα που έχουν οι μύες και τα σώματα της κανονικής ζωής, ε, αυτό είναι δύσκολο. Μ’ αυτά καταπιάστηκε ο Πολ Όστερ, με τους κόσμους που φτιάχνουν οι λέξεις.
Οπότε θα μπορούσε να μπει κανείς στον Πολ Όστερ ίσως με την Τριλογία που είναι εύκολη και βατή και μετά να πάει στο 4321 ή θα μπορούσε να μπει απ’ όπου του κάνει κέφι. Τα βιβλία του κυκλοφορούν στα ελληνικά από το Μεταίχμιο, είναι πανεύκολο να τα βρεις οπουδήποτε και είναι όντως διασκεδαστικός συγγραφέας χωρίς παραξενιές. Πριν στρωθείς στο διάβασμα μπορείς να ψάξεις και ελπίζω να βρεις μία ιστορική εκπομπή της ΕΡΤ, τις «κεραίες της εποχής μας». Δύο συμπαθητικοί τύποι (που μετά έμαθα ότι λέγονται Χρυσοστομίδης και Χαρτουλάρη) έπαιρναν συνεντεύξεις από συγγραφείς στην πόλη διαμονής των συγγραφέων. Κάτι σαν ταξιδιωτική εκπομπή με βιβλία. Δηλαδή: έπος. Δηλαδή, αυτό που θα έπρεπε να είναι μία εκπομπή βιβλίου, κάτι απολύτως κουλ, φυτουκλίστικο και ταξιδιάρικο που δείχνει στην ολότητά τους το μεγαλείο βιβλίων, συγγραφέων και αναγνωστών.
Είχαν πάρει, λοιπόν, και απ’ τον Πολ Όστερ συνέντευξη και τη θυμάμαι ακόμη εκείνη τη συνέντευξη, γιατί μού είχε φανεί τόσο απροκάλυπτα/άφταστα κουλ ο Όστερ. Είχε κάτι δίσκους κι ένα σπίτι στο Μπρούκλιν, κάτι φυλλωσιές χάιδευαν τα παράθυρα κι ο συγγραφέας φορούσε τζιν και έμοιαζε με τον παππού μου ή με κάποια αρχετυπική εικόνα ωραίου άνδρα που γερνάει και στην εκπομπή παρεμβάλλονταν πλάνα από τους δρόμους της Νέας Υόρκης που ήταν ήδη στη σφαίρα του απολύτως μυθικού στο μυαλό μου, επειδή τις άλλες ώρες, όταν δεν με πάρκαραν μπροστά από την ΕΡΤ, έτρωγα με το κουτάλι ένα σωρό αμερικανικές σειρές που μυθολογούσαν αυτήν την ίδια πόλη. Εκείνο το επεισόδιο, όμως, ήταν το κάτι άλλο. Μετά δεν διάβασα Πολ Όστερ, γιατί τότε δεν αγόραζα ακόμη βιβλία, διάβαζα ό,τι έπεφτε στα χέρια μου, ό,τι έφερνε η δημοτική βιβλιοθήκη, αλλά κάποια στιγμή, εκεί γύρω στο 2018 την πήρα την εκδίκηση μου.
Τον καταβρόχθισα τον τύπο. Τον διάβασα για τα καλά. Δεν είναι απ΄ τους αγαπημένους μου συγγραφείς, όμως δεν υπερβάλλω στα καλά λόγια, επειδή πέθανε. Άλλωστε οι καλοί συγγραφείς δεν πεθαίνουν ποτέ. Μιλάω έτσι γι αυτόν, επειδή μ’ έχει αγγίξει, όπως άγγιξε και τόσους άλλους. Γιατί σε ό,τι αφορά τα βιβλία, η τεχνική, τα γρανάζια τους χάνονται. Οι φιλολογικές συζητήσεις; Κουβέντες για μια δυο μέρες. Οι κατατάξεις, οι κανόνες; Περιορισμένης σημασίας. Αυτό που μένει είναι ο χώρος που φτιάχνουν και μετά καταλαμβάνουν τα βιβλία. Ο Πολ Όστερ είναι ξέφωτο στο κέντρο της μεγάλης πόλης.