Λίγη ομορφιά ακόμη

2' 0" χρόνος ανάγνωσης

Αν είστε από τους τυχερούς και μας διαβάζετε από ένα μέρος της Ελλάδας που έχει διαφυλάξει ένα κομμάτι αυθεντικότητας και λιγότερη ή περισσότερη από τη φυσική του ομορφιά, η οποία κάνει τους ανθρώπους να το επισκέπτονται ξανά και ξανά με την πρώτη ευκαιρία, ίσως αυτή η ξεχασμένη ιστορία να έχει νόημα για εσάς.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 δρομολογείται η αξιοποίηση των ακτών της Βουλιαγμένης. Εχει προηγηθεί το 1954 το θριαμβευτικό άνοιγμα των Αστεριών της Γλυφάδας, που αλλάζει μια για πάντα την εμπειρία του καλοκαιρινού μπάνιου στην Ελλάδα. Βρισκόμαστε στο 1958 και η Βουλή εγκρίνει νομοθετικό διάταγμα για την τουριστική αξιοποίηση της Βουλιαγμένης, ενώ το περιοδικό «Εικόνες» δημοσιεύει αποκλειστικό ρεπορτάζ με όλο τον σχεδιασμό για τη «νέα Κυανή Ακτή» που θα περιλαμβάνει οργανωμένες πλαζ, ξενοδοχεία, εστιατόρια, αναψυκτήρια κ.λπ.: «Η Βουλιαγμένη είναι πράγματι πολύ κοντά στην Αθήνα: απέχει μόνο 22 χλμ., έχει θαυμάσιες ακρογιαλιές, ιαματικά νερά και ήπιο κλίμα. Ενα μόνο ελάττωμα έχει, μένει τουριστικώς ανεκμετάλλευτη», αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, το περιοδικό. Αυτό ήταν το πνεύμα της εποχής και απολύτως κατανοητό: από τις παράγκες και τα αντίσκηνα οι άνθρωποι ήθελαν να πάνε στα αποδυτήρια, στις τουαλέτες, στις παγωμένες πορτοκαλάδες της καντίνας.

Δεν μπορούμε να σταματήσουμε τον χρόνο. Αλλά μπορούμε να κάνουμε την ομορφιά να διαρκέσει λίγο πιο πολύ.

Περίπου 60 χρόνια μετά, και λίγο παραπάνω, οι λουτρικές εγκαταστάσεις της πλαζ της Βουλιαγμένης δοξάζονται ως αρχιτεκτονική παρακαταθήκη, ενώ η ξενοδοχειακή μονάδα στον Λαιμό πάνω στην κατά τεκμήριο πιο ειδυλλιακή πλαζ της περιοχής θεωρείται αυτονόητο κομμάτι της ταυτότητάς της. Αλλά όταν είχε εξαγγελθεί το έργο, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Οι ντόπιοι, δηλαδή οι λιγοστοί μόνιμοι κάτοικοι (περίπου 1.600 τότε, 4.332 σήμερα), και οι παραθεριστές που νοίκιαζαν ένα σπιτάκι ή ένα δωμάτιο κάθε καλοκαίρι, ενοχλήθηκαν στη σκέψη ότι θα χάσουν την πλαζ τους από τους χιλιάδες επισκέπτες που θα έφερναν οι νέες υποδομές. Οπως αναρωτιόταν ένας παλιός Βουλιαγμενιώτης, ο Δημήτρης Κουτσογιάννης, στο ιστορικής αξίας σύγγραμμά του «Παληά Βουλιαγμένη» (1984), «ποιος εσκέφθηκε αυτόν τον κατάδηλο κορεσμό που επήλθε και αναγκάζει μερικούς να αποφεύγουν τον όρμο για τα μπάνια τους;».

Βλέπετε, λοιπόν, ότι η ιστορία και οι έγνοιες των ανθρώπων κάνουν κύκλους. Ο Δημήτρης Κουτσογιάννης δεν αντιστεκόταν στην αναπόφευκτη αλλαγή· πενθούσε τη Βουλιαγμένη που είχε. Ας τον έχουμε κατά νου κάθε φορά που ξεδιπλώνεται μπροστά μας ένα τοπίο, ένα κομμάτι παρθένας φύσης για το οποίο δεν είμαστε πια τόσο σίγουροι ότι θα το ξαναβρούμε έτσι όπως το αφήσαμε και την επόμενη φορά που θα το επισκεφθούμε.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT