Ηταν μια σκέψη αστραπιαία, από αυτές που γεννούν απρόβλεπτοι συνειρμοί. Θα παρακολουθούσα την τελευταία παράσταση του «Βασιλιά Ληρ», του Σαίξπηρ, με την Μπέττυ Αρβανίτη στον ομώνυμο ρόλο, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Λίγο πριν κλείσουν τα φώτα, με κατέλαβε μια ανεξήγητη συγκίνηση. «Μυρίζει θέατρο», μουρμούρισα, κλείνοντας το μάτια. Η σύνθεση της μυρωδιάς δεν αναλύεται εύκολα ούτε προσδιορίζεται με ακρίβεια. Είναι μνήμες ζυμωμένες στον χρόνο, στις εμπειρίες του καθενός, στις εικόνες, στις αισθήσεις, στα βιώματα. Είναι, ενδεχομένως, και ανεξάρτητο από το έργο ή τους συντελεστές. Εχει να κάνει, κυρίως, με τον χώρο. Εδώ και 37 χρόνια (από το 1987, αδιαλείπτως) η Μπέττυ Αρβανίτη δημιουργεί πάνω στη θεατρική «Πράξη». Οι σκηνές (Α΄ και Β΄) που κατασκευάστηκαν στην οδό Κεφαλληνίας, με την καθοριστική στήριξη και παρουσία του συντρόφου της Βασίλη Πουλαντζά (πολιτικού μηχανικού στο επάγγελμα, αλλά δεκαετίες τώρα –και– θεατρικού παραγωγού), εκπέμπουν ένα σήμα. Αλλοτε πιο ισχυρό άλλοτε πιο ασθενές, αλλά «σήμα». Δεν είναι μοναδικό στον αθηναϊκό θεατρικό χάρτη, αλλά είναι από τα μακροβιότερα. Και οι δύο επικεφαλής είναι άνθρωποι που έχουν περάσει τα 80. Και όμως· ενώ βαδίζουν στην ένατη δεκαετία της ζωής τους, ούτε το πάθος, η ικμάδα, ούτε η επιθυμία για το αρτιότερο αποτέλεσμα υποχωρούν. Δεν χάνουν τον εσωτερικό εκείνο ρυθμό –τη φλόγα– που κινεί τα νήματα του βίου και της δημιουργίας. Με την αναγκαία, για το είδος που υπηρετούν, εσωστρέφεια. Δηλαδή, έλλειψη επικοινωνιακού θορύβου, εντελώς συνυφασμένου με την εποχή μας. Οφείλεται στην ηλικία τους; Στο γεγονός ότι ανήκουν σε άλλη γενιά; Κυρίως, νομίζω, στην αντίληψή τους για τη θεατρική πράξη. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η φετινή παραγωγή: μετάφραση και διασκευή του Στρατή Πασχάλη, που «απλοποίησε χωρίς να απλουστεύσει, συνένωσε, χωρίς να αυθαιρετήσει, αφαίρεσε, υπονοώντας ελλειπτικά». Η ευφυής σκηνοθεσία του Στάθη Λιβαθινού έδωσε σε αυτήν τη «βιβλική» τραγωδία τον ρυθμό της σύνοψης, με λύσεις ενός θεατρικού «παιχνιδιού» που εκτελείται με βάθος και ακρίβεια. Τα σκηνικά – κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου στο ίδιο ύφος της εξοικονόμησης χρόνου και χώρου, χωρίς εκπτώσεις στα συνδηλούμενα. Τα βίντεο του Χρήστου Δήμα, η επιλογή των ηθοποιών, συμβίωναν πάνω σε ένα άχρονο, που θα μπορούσε ορισμένες στιγμές να παραπέμπει και στο θέατρο του 20ού αιώνα (Μπέκετ). Ολοι οι συνεργάτες έμοιαζαν συντονισμένοι. Αποτελούσαν ομάδα. Ο Ληρ της Μπέττυς Αρβανίτη δεν έχει φύλο. Είναι ένα εξουσιαστικό ανδρόγυνο, του οποίου η άνοια νοθεύει τα χαρακτηριστικά, υποκαθιστώντας τα με την αχαλίνωτη ισχυρογνωμοσύνη και την παραφροσύνη. Απληστος/η για κολακεία, έχει ήδη χαράξει την οδό της απωλείας.
Και οι δύο επικεφαλής, η Μπέττυ Αρβανίτη και ο Βασίλης Πουλαντζάς, είναι άνθρωποι που έχουν περάσει τα 80. Και όμως· ούτε το πάθος ούτε η επιθυμία για το αρτιότερο αποτέλεσμα υποχωρούν.
Κι αυτός ο δυσλειτουργικός άνθρωπος, που προκαλεί καταστροφές αλλά αυτοκαταστρέφεται κιόλας, που αποκαλύπτει, ακούσια, σκευωρίες και θανάσιμους εχθρούς στο στενό περιβάλλον του, «μεγαλώνει και αλλάζει σε μια τελική κατάσταση όπου αναδύεται ένα νέο είδος εαυτού», όπως επισημαίνουν σύγχρονοι μελετητές του (στο πρόγραμμα της παράστασης). «Καθώς ο Σαίξπηρ παριστάνει μια διαδικασία που δραματοποιεί τη μετάβαση από τις παλιές αντιλήψεις του χαρακτήρα σε μια πιο τολμηρή, αβέβαιη και προβληματική εκδοχή, έτσι και η πλοκή ενεργοποιεί μια διαδικασία μετάβασης από την παραδοσιακά ξεκάθαρη επίλυση και το ηθικό μήνυμα σε ένα πιο αναγνωρίσιμο σύγχρονο μοντέλο όπου η τελική έκβαση είναι σχετική, διφορούμενη, οριακή, παράδοξη – ικανή για ελπίδα, ζεστασιά, θάρρος και χιούμορ».
Αντιγράφω το απόσπασμα όχι τόσο για τον σαιξπηρικό ήρωα, όσο γιατί μου φαίνεται ταιριαστό για την 37χρονη πορεία του θεάτρου «Πράξη». Για τις συνεχείς «μεταβάσεις» του, που το καθιστούν σύγχρονο με έναν τρόπο «οριακό», ικανό να μεταδώσει «ελπίδα, ζεστασιά και θάρρος».