Οσο πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, τόσο πληθαίνουν σχόλια και αναλύσεις, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, για την πιθανή επιτυχία κομμάτων του δεξιού άκρου του πολιτικού φάσματος. Επειδή δεν κρίνεται η διακυβέρνηση, στις εκλογές αυτές οι πολίτες μπορούν να ψηφίσουν «χαλαρά» και να «προειδοποιήσουν» τα κόμματα εξουσίας. Το ότι αυτό φαίνεται να γίνεται κυρίως υπέρ «αντισυστημικών» νατιβιστικών και ακροδεξιών κομμάτων είναι ένα θέμα που απασχολεί έντονα, καθώς σηματοδοτείται άλλη μία φορά η κρίση της (φιλελεύθερης) δημοκρατίας.
Το ερώτημα είναι αν μπροστά στις διαφαινόμενες εξελίξεις οι δημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη θα παρακολουθούν και θα ερμηνεύουν ανήμπορες το φαινόμενο ή θα κινητοποιηθούν εγκαίρως για την περιστολή του ελλείμματος πολιτικής αντιπροσώπευσης. Αυτό δεν είναι εύκολο, καθώς δεκαετίες τώρα στις δυτικές χώρες οι πολιτικές ελίτ δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στις αξιώσεις σημαντικών μερίδων του πληθυσμού. Ετσι, το να δηλώνεται δημοσίως ότι η νίκη της Μαρίν Λεπέν στις επόμενες προεδρικές εκλογές στη Γαλλία είναι περίπου αναμενόμενη μοιάζει, δυστυχώς, σαν μια post mortem διαπίστωση.
Η ακροδεξιά ροπή, όμως, δεν είναι συγκαιρινό φαινόμενο. Ερχεται από μακριά και ενώ μπορεί σε αρκετούς να προκαλεί λύπη και αμηχανία, δεν θα πρέπει ωστόσο να εκπλήσσει. Προειδοποιητικά σήματα είχαν σταλεί προ πολλού από διαφορετικές πλευρές εντός και εκτός συστήματος, ακόμη κι όταν διάχυτη ήταν η αισιοδοξία από το τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού της δεκαετίας του ’70. Ενδεικτικά, πριν από μισόν αιώνα (1975), με πρωτοβουλία της Τριμερούς Επιτροπής (Trilateral Committee) –μια σύμπραξη φιλελεύθερων διεθνιστών της Β. Αμερικής, της Δ. Ευρώπης και της Ασίας (που ενίοτε αντιμετωπίζεται συνωμοσιολογικά)–, οι Crozier, Huntington και Wantunki επιμελήθηκαν το συλλογικό έργο The Crisis of Democracy, όπου είχαν επισημανθεί ζητήματα ακυβερνησίας, αλλαγής αξιακού υποβάθρου και διοικητικής υπερφόρτωσης.
Εν συνεχεία, το 2000 –είχαν ήδη μεσολαβήσει η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και η παγκοσμιοποιητική επικράτηση νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών–, η Susan Pharr και ο Robert Putnam δημοσίευσαν έτερο συλλογικό τόμο με τον εμβληματικό τίτλο «Disaffected Democracies. What’s Troubling the Trilateral Counties?».
Ενα από τα συμπεράσματά του είναι ότι ενώ η φιλελεύθερη δημοκρατία βγήκε νικήτρια από τον Ψυχρό Πόλεμο, την ίδια στιγμή αντιμετώπιζε σοβαρή κρίση νομιμοποίησης, η οποία εκδηλώνεται μεταξύ άλλων με δυσπιστία έναντι αρκετών πολιτικών θεσμών και του πολιτικού προσωπικού, καθώς και σταδιακή απομάκρυνση από τις κάλπες. Μετρήσεις του International Institute for Democracy and Electoral Assistance (https://www.idea.int/) δείχνουν ότι κατά μέσον όρο, μεταξύ 1991 και 2023, η συμμετοχή των Ευρωπαίων στις εθνικές εκλογές έπεσε από το 77,4% στο 65,2%. Στον ευρωπαϊκό Νότο, η πτώση είναι μεγαλύτερη: από 83,2% σε 64,2% για τις εθνικές και από 60,4% σε 47,6% για τις ευρωεκλογές. Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, οι αντίστοιχες μειώσεις είναι από το 83% στο 57,4% (περίοδος 1993-2023) και από το 73,2% στο 58,7% (περίοδος 1994-2019). Πίσω από τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία βρίσκονται ποικίλες καθημερινές ματαιώσεις που έχουν συσσωρευτεί, έτσι ώστε να μετασχηματιστούν σε ένα πιο μόνιμο πολιτικό συναίσθημα που βιώνεται μεταξύ κυρίως των μελών της παλαιάς μεσαίας τάξης και βεβαίως της κατώτερης: σε ηθικό θυμό (resentment). Μεσοποιημένο, δηλαδή διαθλασμένο από τα παραδοσιακά και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το συναίσθημα αυτό έχει συμβάλει στην εμφάνιση της πολιτικής των παραπόνων (grievance politics) και στην πολιτική της αγανάκτησης (politics of resentment).
Κατά κανόνα, το είδος αυτό πολιτικής διαμαρτυρίας ακολουθεί το σύγχρονο κύμα αυταρχίας (autocratization) και δημοκρατικής οπισθοχώρησης (βλ. https://v-dem.net/). Και αυτό γιατί σε επίπεδο προπαγάνδας οι αυταρχικές λαϊκιστικές ελίτ μπορούν – μέχρι τώρα– να ανταποκρίνονται στην ανάγκη εκατομμυρίων ανθρώπων για ταυτότητα, αναγνώριση και αξιοπρέπεια, μετατοπίζοντας τους στόχους της αγανάκτησής τους από τα δομικά-θεσμικά προβλήματα (ανεργία, ανισότητες, συρρίκνωση κοινωνικού κράτους) σε αποδιοπομπαίους τράγους.
Τούτων δοθέντων, η συνταγματική δημοκρατία δεν μπορεί να παραμένει ανεκτική, πολλώ μάλλον φοβική· οφείλει να ακολουθήσει την κατεύθυνση της «μαχόμενης» δημοκρατίας χωρίς όμως οι κινήσεις της να εξαντλούνται σε νομικές πρωτοβουλίες με τον αποκλεισμό μόνο κομμάτων και υποψηφίων που λόγω και έργω παραβιάζουν μισαλλόδοξα τις αξίες της ανοικτής κοινωνίας. Πρέπει να τοποθετηθούν πρωτίστως στο πεδίο των πολιτικών ιδεών, της ηθικής της ευθύνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αρα απαιτούνται μεσο- και μακροπρόθεσμες δημόσιες πολιτικές φορολογικής δικαιοσύνης, περιστολής των εισοδηματικών ανισοτήτων, διασφάλισης όχι μόνο της ισότητας ευκαιριών (equality) αλλά και της ισότητας κοινωνικοοικονομικών προϋποθέσεων (equity) των λιγότερο ευνοημένων πολιτών, εναρμόνισης επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού και των πολλαπλών διακρίσεων, διαφάνεια στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος και, φυσικά, πιστή τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου. Αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα. Είναι, όμως, πράγματι αναγκαία.
* Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.