Γεννιέται κανείς εγκληματίας;

3' 27" χρόνος ανάγνωσης

Γεννιέται κάποιος επιθετικός ή εγκληματίας; Είναι σαν να ρωτάμε αν γεννιέται κανείς καταθλιπτικός ή ποδοσφαιριστής ή τραγουδιστής της όπερας. Η απάντηση είναι προφανώς αρνητική. Το ερώτημα επανήλθε προσφάτως στην επικαιρότητα έπειτα από δηλώσεις του υφυπουργού Υγείας Δημήτρη Βαρτζόπουλου.

Πρώτον, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει «γονίδιο της εγκληματικότητας». Αντιθέτως, στην επιθετικότητα και στην εγκληματικότητα εμπλέκονται εκατοντάδες γονίδια, καθένα από τα οποία αυξάνει σε μικρό ποσοστό την πιθανότητα του να γίνει κανείς επιθετικός.

Δεύτερον, λοιπόν, τα γονίδια αυτά δεν «καθορίζουν τη μοίρα σου», δεν σε βάζουν πάνω σε σιδηρόδρομο που οδηγεί τελικά στο έγκλημα. Κάθε άλλο, πολλοί αξιοπρεπέστατοι μη εγκληματούντες συμπολίτες μας μπορεί να φέρουν αυτά τα γονίδια. Πώς γίνεται αυτό;

Η απλή απάντηση είναι ότι τα γονίδια αυτά δεν δρουν σε ένα κενό, αντιθέτως, τα γονίδια τα φέρουν παιδιά που μεγαλώνουν σε οικογένεια (ή αντίστοιχες δομές) σε μια κοινωνία. Η έκβαση κάθε παιδιού, το αν θα εγκληματήσει, αν θα ευτυχήσει κ.λπ., εξαρτάται από το περιβάλλον στο οποίο θα μεγαλώσει. Το περιβάλλον είναι τουλάχιστον το άλλο 50% και εννοούμε τόσο την τύχη (που συχνά παραγνωρίζεται ως παράγοντας στη ζωή μας), όσο και το αν ένα παιδί θα βιώσει ένα οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που είναι υποστηρικτικό και δεν προωθεί τη βία. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι η θετική συμπεριφορά της θετής μητέρας προστατεύει από αντικοινωνικές συμπεριφορές παιδιά που γενετικά έχουν αυξημένες πιθανότητες επιθετικότητας.

Η επόμενη ερώτηση είναι εάν οι άνδρες είναι προγραμματισμένοι να είναι επιθετικοί ή εγκληματίες. Και εδώ έχουμε μια παρανόηση διανθισμένη με έωλες, κάπως μπαγιάτικες, βιολογικές θεωρίες.

Πρώτον, η άποψη ότι το «αρσενικό είναι βίαιο γενικώς στο ζωικό βασίλειο» είναι λάθος, γιατί δεν ισχύει για όλα τα είδη. Αλλά και σωστό να ήταν, πάλι δεν θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να γίνεται δεκτό ως μοίρα των ανθρώπων, με τον τρόπο που δεν δεχόμαστε ως το ριζικό μας να κυκλοφορούμε χωρίς ρούχα επειδή έτσι κάνουν όλα τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου.

Δεύτερον, όντως ισχύει ότι οι άνδρες έχουν γενικώς μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι πιο επιθετικοί και να διαπράξουν βίαια εγκλήματα σε σχέση με τις γυναίκες. Αυτό έχει αποδοθεί σε διαφορές στο σωματικό μέγεθος και σε ορμονικούς παράγοντες. Το εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι πως οι διαφορές ανάμεσα σε άνδρες γεννημένους σε διαφορετικές χώρες ή στην ίδια χώρα σε διαφορετική χρονική στιγμή είναι πολλές φορές μεγαλύτερες από την εκάστοτε διαφορά ανάμεσα στα φύλα. Για παράδειγμα, ένας άνδρας στη Βραζιλία αυτήν τη στιγμή έχει 20 φορές υψηλότερη πιθανότητα να δολοφονήσει από ό,τι ένας άνδρας στην Ελλάδα. Επίσης, ένας άνδρας στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’90 είχε περίπου τρεις φορές υψηλότερη πιθανότητα να δολοφονήσει από ό,τι ένας Ευρωπαίος του σήμερα. Γενικώς, και παρά διαδεδομένους φόβους περί του αντιθέτου, η Ελλάδα σήμερα είναι μία από τις ασφαλέστερες χώρες στον κόσμο ως προς τον κίνδυνο που διατρέχει κάποιος να δολοφονηθεί.

Τέλος, τίθεται το ερώτημα εάν η «καταστολή» και ο «περιορισμός» είναι που μας λείπουν στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσουμε τη βία, ειδικά των νέων. Η απάντηση είναι μάλλον όχι, αφού στην Ε.Ε. η Ελλάδα έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο (μετά την Κύπρο) κατά κεφαλήν αριθμό αστυνομικών ανά κάτοικο και ξοδεύει (ως ποσοστό του ΑΕΠ) παραπάνω για τη δημόσια ασφάλειά της από ό,τι άλλες χώρες με ίδια ή χαμηλότερη εγκληματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει περιθώριο βελτίωσης των αστυνομικών μέσων αντιμετώπισης του εγκλήματος. Η πρόληψη όμως είναι συνήθως πιο αποτελεσματική από την καταστολή. Εχουμε, για παράδειγμα, πειστικά δεδομένα από μελέτες που δείχνουν ότι οι γονεϊκές παρεμβάσεις (όπου διδάσκονται αποτελεσματικοί και μη βίαιοι τρόποι με τους οποίους οι γονείς να αντιμετωπίζουν την παιδική επιθετικότητα) βελτιώνουν σημαντικά τη συμπεριφορά των παιδιών. Επιπλέον, έχουμε σαφείς ενδείξεις ότι το έγκλημα θάλλει σε περιοχές όπου κυριαρχούν οι ανισότητες, η φτώχεια και η περιθωριοποίηση. Ο ορθολογικός σχεδιασμός που συμβάλλει στη μείωση των ανισοτήτων (π.χ. το να παραμένουν παιδιά από ευάλωτες ομάδες στο σχολείο), που βελτιώνει την ψυχική υγεία στα σχολεία και στο σπίτι, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να αλλάξει την κοινωνία προς το καλύτερο και να μειώσει το έγκλημα.

*Ο κ. Αργύρης Στριγγάρης είναι καθηγητής Ψυχιατρικής Παιδιών και Εφήβων στο ΕΚΠΑ και στο UCL (University College London).

*Η κ. Εσι Βίντινγκ είναι καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχοπαθολογίας επίσης στο UCL. Οι συγγραφείς μοιράζονται τον ρόλο του αντιπρύτανη (Pro-Vice Provost) για θέματα Ψυχικής Υγείας και Καλώς Εχειν στο UCL.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT