Ενα ακόμη δύσκολο καλοκαίρι, δυστυχώς όχι το τελευταίο

Ενα ακόμη δύσκολο καλοκαίρι, δυστυχώς όχι το τελευταίο

3' 17" χρόνος ανάγνωσης

Το πραγματικό ερώτημα για τη Μεσόγειο, και κατ’ επέκταση και την Ελλάδα, δεν είναι αν το καλοκαίρι που έρχεται θα είναι θερμότερο από το προηγούμενο, αλλά αν θα είναι ψυχρότερο από το επόμενο. Αν δηλαδή οι σταδιακά υψηλότερες θερμοκρασίες που καταγράφονται εδώ και έτη αντιστοιχούν σε μια παροδική κλιματική διαταραχή ή αν πρόκειται για μια συστηματική τάση.

Στο ερώτημα αυτό, οι απαντήσεις είναι μάλλον προφανείς. Σε πρόσφατη έρευνα του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών διαπιστώνεται ότι η θερμοκρασία αυξάνεται συστηματικά από το 1950 μέχρι και σήμερα και μάλιστα ταχύτερα κατά την τριακονταετία 1990-2020, ενώ η αυξητική αυτή τάση θα διαρκέσει για πολλά έτη ακόμη. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, διαπιστώνονται επίσης:

• Μείωση της βροχόπτωσης σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως από τη Στερεά Ελλάδα και νοτιότερα. Μείωση παρατηρείται επίσης στις χιονοπτώσεις, γεγονός που προβληματίζει περισσότερο, καθώς όταν οι χιονοπτώσεις είναι περιορισμένες, κατά το καλοκαίρι που ακολουθεί οι δασικές πυρκαγιές είναι περισσότερο επικίνδυνες.

• Mείωση της υγρασίας εδάφους, κυρίως στην Κρήτη, στο νότιο Αιγαίο, στην Αττική, στη Στερεά Ελλάδα και στη Θεσσαλία, ως αποτέλεσμα της μείωσης των βροχοπτώσεων και των υψηλότερων θερμοκρασιών, που ενισχύουν την εξάτμιση.

• Αύξηση της συχνότητας και διάρκειας των καυσώνων, ιδίως στις περιοχές από τη Θεσσαλία και νοτιότερα.

Διαμορφώνεται μια «νέα κανονικότητα», ουσιαστικά ένα μείγμα κλιματικών συνθηκών (ξηρασία σε συνδυασμό με καύσωνα) που δεν είναι μεν αυτές που προκαλούν τις δασικές πυρκαγιές (ο άνθρωπος έχει την κύρια ευθύνη, από δόλο ή αμέλεια), αλλά τις καθιστούν περισσότερο επικίνδυνες και δυσκολότερα κατασβέσιμες, με συνέπειες για το φυσικό περιβάλλον, τα μνημεία που φιλοξενούνται κοντά ή μέσα σε δασικές εκτάσεις, τη γεωργία/κτηνοτροφία και γενικότερα την ύπαιθρο και τις δραστηριότητές της. Συνέπειες που επίσης συνδέονται άμεσα με τον τουρισμό, αλλά και την περιφερειακή ανάπτυξη εν γένει.

Ο οριστικός τερματισμός της μεγαλοθυμίας της διοίκησης να τακτοποιεί κτίσματα και οικισμούς που αναπτύσσονται μέσα στα δάση θα συμβάλει στην αντιμετώπιση της «νέας κανονικότητας» των δασικών πυρκαγιών.

Στο ερώτημα πώς θα αντιμετωπίσουμε τη «νέα κανονικότητα» που διαμορφώνεται για τις δασικές πυρκαγιές, η ενίσχυση των μέσων καταστολής είναι προφανώς αναγκαία. Ομως, πάντα η κύρια προτεραιότητα είναι η πρόληψη. Για απλές απαιτήσεις όπως ο καθαρισμός οικοπέδων σε επίπεδο γειτονιάς, σε αυτές που αφορούν την απομάκρυνση ξηρής δασικής ύλης (το πρόγραμμα antinero που υλοποιείται συμβάλλει σημαντικά προς αυτή την κατεύθυνση) ή τη συντήρηση υποδομών διανομής ηλεκτρικής ενέργειας. Αλλά και για περισσότερο σύνθετες απαιτήσεις, όπως τα σχέδια εκκένωσης (το 80% των πολιτών δεν γνωρίζουν ποιο είναι το σχέδιο εκκένωσης στον δήμο όπου ζουν) και το πλαίσιο πολυμερούς συντονισμού μεταξύ των διαφόρων επιπέδων της διοίκησης.

Προτεραιότητα είναι επίσης μέτρα τα οποία να ξεπερνούν το καλοκαίρι που έρχεται και να μεριμνούν για τομές που αντέχουν για πολλά επόμενα καλοκαίρια, λ.χ. θωρακίζοντας τις περιοχές Natura της χώρας με διαχειριστικά σχέδια (30 έτη μετά την κήρυξή τους, ελάχιστες από τις 400 περιοχές που έχει η Ελλάδα διαθέτουν τέτοια σχέδια), αλλά και τερματίζοντας οριστικά τη μεγαλοθυμία της διοίκησης να τακτοποιεί κτίσματα και οικισμούς που αναπτύσσονται μέσα στα δάση.

Σε κάθε περίπτωση και με βάση την εικόνα που διαμορφώνεται, η σταδιακή προσαρμογή στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής απαιτεί την αναθεώρηση ή και διόρθωση των περιφερειακών σχεδίων για να είναι επαρκής, οι κλιματικοί κίνδυνοι ενισχύονται ταχύτερα από τη διοικητική και κοινωνική ετοιμότητα, ενώ είναι βέβαιο ότι θα χρειαστεί η ανάληψη προληπτικής δράσης ακόμη και για κινδύνους που δεν είναι ακόμη κρίσιμοι, όπως η ασφάλεια τροφίμων ή ο χρηματοοικονομικός τομέας.

Στο ερώτημα πόσο θα διαρκέσει αυτή η «νέα κανονικότητα», η απάντηση είναι ότι θα διαρκέσει όσο συνεχίζεται –σε παγκόσμια κλίμακα– η χρήση ορυκτών καυσίμων, που συμβάλλουν στο πρόβλημα, αλλά και αρκετά ακόμη έτη μετά την εξάλειψή τους, αν ποτέ επιτευχθεί. Δυστυχώς, ενώ υπάρχουν λύσεις, η διεθνής κοινότητα δεν ανταποκρίνεται στον βαθμό που επιβάλλεται και η οικονομία των ορυκτών καυσίμων κυριαρχεί ακόμη και σε χώρες που επαίρονται για τη φιλοκλιματική πολιτική τους, όπως η Νορβηγία, η Αυστραλία και η Μεγάλη Βρετανία. Ο χρόνος τελικά δεν είναι σύμμαχος.

*Ο κ. Κωνσταντίνος Καρτάλης είναι καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος της επιστημονικής επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την κλιματική αλλαγή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT