Βιομηχανική πολιτική και ανάπτυξη

4' 50" χρόνος ανάγνωσης

Η βιομηχανική πολιτική έχει μια παράξενη ιστορία. Βρέθηκε στο επίκεντρο της αναπτυξιακής πολιτικής στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν κατέρρεε το πρώτο μεταπολεμικό υπόδειγμα της «ένδοξης τριακονταετίας» και ξεκινούσε η μετάβαση προς νέες τεχνολογίες και ισορροπίες. Στη φάση εκείνη χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως αμυντική πολιτική για τη στήριξη κλάδων, επιχειρήσεων και περιοχών που κλονίζονταν (κλωστοϋφαντουργία, χαλυβουργία, ναυπηγεία κ.ά.). Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά: υψηλές δημόσιες δαπάνες, χωρίς να αντιμετωπιστούν προβλήματα και αδυναμίες.

Ως αποτέλεσμα –αλλά και για ιδεολογικούς λόγους– ο όρος «βιομηχανική πολιτική» έγινε σύμβολο αποτυχημένης κρατικής παρεμβατικότητας και εξοστρακίστηκε από τον mainstream οικονομικό προβληματισμό. Ωστόσο, στην πράξη, η βιομηχανική πολιτική έπαιξε σημαντικό ρόλο, αλλά με διαφορετική μορφή και κέντρα βάρους. Ο αμυντικός χαρακτήρας μετατράπηκε σε προωθητικό. Πολλές κυβερνήσεις (ΗΠΑ, ευρωπαϊκές χώρες, Ιαπωνία και ανερχόμενες χώρες) ακολούθησαν πολιτικές που ενίσχυαν ένα πλέγμα ερευνητικών – τεχνολογικών – καινοτομικών και επιχειρηματικών – παραγωγικών ικανοτήτων, με σημαντικά αποτελέσματα. Κίνα, Ρωσία, Ινδία κ.ά. κινήθηκαν στην ίδια γραμμή. Η επιτυχία είναι εμφανής. Η τεχνολογική πολιτική και η πολιτική ενίσχυσης της γνώσης έγιναν η σύγχρονη εκδοχή βιομηχανικής πολιτικής.

Η κρίση του 2007-08, και ιδίως των ετών μετά το 2020, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας, τις ενεργειακές και γεωπολιτικές εντάσεις και νέες τεχνολογικές ανατροπές, ανέδειξε την ανάγκη για μεγάλες κινήσεις στη διεθνή και την εθνική σκακιέρα. Οι ΗΠΑ, παρότι πίεζαν τη Γερμανία να μην ακολουθεί την αρχή «αγόραζε όπου είναι πιο φθηνά» για το ρωσικό φυσικό αέριο, ώστε να αποφύγει στρατηγικές εξαρτήσεις με μελλοντικό κόστος, στην ίδια περίοδο ακολούθησαν την ίδια ακριβώς στρατηγική απέναντι στην Κίνα. Και στις δύο περιπτώσεις φάνηκε ότι στενά οικονομικά κριτήρια, στη διάρκεια του χρόνου, μπορεί να οδηγήσουν σε προβληματικά αποτελέσματα. Ανατρέποντας πρακτικές δεκαετιών, η πολιτική Μπάιντεν θέσπισε τρία εξαιρετικά σημαντικά νομοθετήματα, που ταρακούνησαν την Ευρώπη. Στόχος των ρυθμίσεων ήταν ο επιλεκτικός περιορισμός της σύνδεσης των ΗΠΑ από μια διεθνοποιημένη παραγωγική αλυσίδα, που ήταν ευάλωτη στις στρατηγικές της Κίνας και άλλων χωρών, η δημιουργία κινήτρων για προσέλκυση επενδύσεων σε υπερσύγχρονες τεχνολογίες στην επικράτειά τους και ο αγώνας για τον έλεγχο νέων τεχνολογιών.

Για την Ελλάδα τίθεται το ερώτημα της σημασίας μιας βιομηχανικής πολιτικής, που πλέον –παρά την ονομασία– αφορά τόσο τη βιομηχανία όσο και τις υπηρεσίες. Το 2022 το βάρος της μεταποιητικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ είναι γύρω στο 9%, ενώ των υπηρεσιών 67,4%. Στις υπηρεσίες, από μόνος του ο κλάδος «διαχείριση ακίνητης περιουσίας», με 12,3% στο ΑΕΠ, ξεπερνάει κατά 35% το αθροιστικό μέγεθος των είκοσι κλάδων της μεταποίησης. Το 35,5% των διεθνών άμεσων επενδύσεων μεταξύ 2017 και 2023 κατευθύνθηκε στην ακίνητη περιουσία, έναντι 13,6% στη μεταποίηση. Λογικό, από μια άποψη, καθώς τα ακίνητα επιτρέπουν τις μεγαλύτερες και πιο εύκολες προσόδους από ό,τι οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα. Ομως, από αναπτυξιακή σκοπιά ελάχιστα βοηθάει – όσο το αποτέλεσμα που βλέπουμε.

Οπωσδήποτε η διαμόρφωση βιομηχανικής πολιτικής σε μια χώρα με αδύναμο τεχνολογικό υπόβαθρο, όπως η Ελλάδα, δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Στις βιομηχανικά – τεχνολογικά ανεπτυγμένες κοινωνίες υπάρχουν πόλοι επιτυχίας και σημεία αιχμής σε ό,τι αφορά τις συσσωρευμένες γνώσεις, τα τεχνολογικά – καινοτομικά πλεονεκτήματα, τα πεδία εξειδίκευσης, τις επιχειρήσεις σε πρωτοπόρες δραστηριότητες κ.ά., που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σημεία αφετηρίας και προσανατολισμού στη διαμόρφωση υποστηρικτικών πολιτικών. Στην Ελλάδα τέτοια σημεία αιχμής είναι δύσκολο να εντοπιστούν. Οι νεοφυείς επιχειρήσεις είναι ακόμη εξαιρετικά αδύναμο και ασταθές πεδίο για τον σκοπό αυτό. Αναφορές σε γενικότητες, όπως η ενέργεια, ο τουρισμός, τα τρόφιμα, η ναυτιλία, οι υπηρεσίες εν γένει κ.ά., αν δεν εξειδικευθούν και δεν μετασχηματιστούν σε πολιτικές προτεραιότητες, δεν είναι ιδιαίτερα χρήσιμες.

Χρειάζονται μακροχρόνιες αλλαγές με στροφή σε επενδύσεις, αποταμίευση, τεχνολογία, εκπαιδευτικό σύστημα, υποδομές.

Βασική επιδίωξη μιας βιομηχανικής – αναπτυξιακής πολιτικής είναι η ενίσχυση της παραγωγικότητας (στη βιομηχανία, στις υπηρεσίες, στα αγροτικά, στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα) και της «διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας» της οικονομίας, ιδίως των τεχνολογικών – καινοτομικών ικανοτήτων της, η προσαρμογή της στα χαρακτηριστικά του διεθνούς ανταγωνισμού, η επίτευξη ανταγωνιστικής κλίμακας παραγωγής, η δημιουργία υποδομών (υλικών και άυλων, όπως το εκπαιδευτικό σύστημα). Σήμερα η ελληνική οικονομία εξειδικεύεται σε δραστηριότητες (βιομηχανικές και υπηρεσίες) χαμηλής παραγωγικότητας και τεχνολογικής έντασης, που στηρίζονται σε χαμηλής ειδίκευσης εργασία. Η χαμηλή παραγωγικότητα λειτουργεί ως φραγμός στην ανάπτυξη, επιτρέποντας μικρές μόνο διακυμάνσεις των ρυθμών μεγέθυνσης, προς τα επάνω ή προς τα κάτω, αλλά όχι άλματα. Οσο κι αν κοπιάζει κανείς, το αναπτυξιακό αποτέλεσμα θα κινείται σε περιορισμένο εύρος. Η χαμηλή παραγωγικότητα έχει και άλλο ένα προβληματικό αποτέλεσμα: χαμηλές αμοιβές, που παράγουν ισχυρές ανισότητες και εύθραυστες πολιτικές ισορροπίες, οδηγούν σε φυγή ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό, στη φοροδιαφυγή και στην παραοικονομία, με μικρές και ανοργάνωτες μονάδες παραγωγής και δευτερογενείς συνέπειες για την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη.

Ολα αυτά σημαίνουν αλλαγές στο μακροχρόνιο υπόδειγμα άσκησης πολιτικής, κυρίως με στροφή σε επενδύσεις, αποταμίευση, τεχνολογία, εκπαιδευτικό σύστημα, υποδομές και στη μείωση πολλών, γνωστών σε όλους αρνητικών χαρακτηριστικών. Σημαίνουν και αποτελεσματικότητα, προνοητικότητα και συμπεριληπτικότητα. Για δεκαετίες τώρα οι επιδόσεις της οικονομικής μας πολιτικής δεν αποτελούν αναπτυξιακό υπόδειγμα. Συνεπώς, όποιους στόχους κι αν ορίσει κανείς θεωρητικά, το ερώτημα είναι αν οι κυβερνήσεις θέλουν πραγματικά και αν μπορούν να πάνε προς μια τέτοια κατεύθυνση, ώστε η ανάδειξη της σημασίας της βιομηχανικής πολιτικής να μην αποτελέσει ορόσημο χαμένης ευκαιρίας. Οι πιέσεις που θα έχει η χώρα τα επόμενα χρόνια προβλέπονται ιδιαίτερα ισχυρές. Οι μακροχρόνιες προβλέψεις διεθνών οργανισμών (Ε.Ε., ΔΝΤ κ.ά.) για τους ρυθμούς μεγέθυνσης και παραγωγικότητας της χώρας είναι γύρω στο 1%, ενώ γήρανση, υπογεννητικότητα, εκπαίδευση, κλιματική αλλαγή, χρέος και ενεργειακό θα βαραίνουν όλο και περισσότερο στη δυναμική αυτή. Συνεπώς, η ανάγκη να βελτιωθεί ουσιαστικά αυτό το 1% είναι σημαντικός όρος επιτυχίας.

Σε μια συνοπτική διατύπωση, το μεγάλο διακύβευμα της πολιτικής σήμερα απορρέει από μια δύσκολη πραγματικότητα: να επιστρέψει η Ελλάδα σε θέση «χώρας που ακολουθεί» (χώρα follower) τις χώρες που προηγούνται –αναπόφευκτα από απόσταση– και να μην παραμείνει στη θέση «χώρας που καθυστερεί» (χώρα laggard), όπως σήμερα. Αν τα παραπάνω δεν μπορούμε να τα επιδιώξουμε –και να τα επιτύχουμε–, δεν υπάρχει λόγος να αναζητάμε βιομηχανικές πολιτικές, παρά ίσως μόνο για επικοινωνιακούς λόγους.

Ο κ. Τάσος Γιαννίτσης είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, πρώην υπουργός.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT