Ο ημιτελής άτλας της Μεταπολίτευσης

Η Μεταπολίτευση έκλεισε φέτος τα 50 και κάθε τέτοια επέτειος γίνεται αφορμή για ανασκοπήσεις και αποτιμήσεις. Το παράδοξο με τη Μεταπολίτευση, όμως, είναι ότι τα ερωτήματα που μένουν ανοιχτά είναι περισσότερα από τους λογαριασμούς που κλείνουν

3' 48" χρόνος ανάγνωσης

Η Μεταπολίτευση έκλεισε φέτος τα 50 και κάθε τέτοια επέτειος γίνεται αφορμή για ανασκοπήσεις και αποτιμήσεις. Το παράδοξο με τη Μεταπολίτευση, όμως, είναι ότι τα ερωτήματα που μένουν ανοιχτά είναι περισσότερα από τους λογαριασμούς που κλείνουν. Τι παραμένει ζωντανό από αυτήν και τι ανήκει στην Ιστορία; Αραγε έχει εξαντλήσει την προωθητική της δύναμη ή ακόμη διαμορφώνει τους ορίζοντές μας;

Παρόμοια ερωτήματα βρίσκονταν στην αφετηρία του πλούσιου συνεδρίου «Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης», που διοργάνωσε ο Κύκλος Ιδεών του κ. Ευάγγελου Βενιζέλου. Στην εναρκτήρια ημέρα, έπειτα από ένα μικρό πάρτι – έκπληξη, όπου σβήσαμε τα 50 κεράκια γενεθλίων, παρουσιάσαμε με τον κ. Στράτο Φαναρά την έρευνα της Metron Analysis «Συνέχειες και ασυνέχειες της Μεταπολίτευσης». Και ανάμεσα στα γραφήματα της έρευνας βρέθηκαν επί σκηνής αι γενεαί πάσαι της Μεταπολίτευσης – για να διαφανεί όμως πως δεν συνδέονται όλες με τον ίδιο τρόπο με αυτή την κοινή καταγωγική τους μήτρα.

Η έρευνα έκρυβε ένα εντυπωσιακό εύρημα, μια γενεακή τομή. Η πρώτη Μεταπολίτευση έχει καταγραφεί ως εποχή αυξημένων προσδοκιών. Καθώς όμως προχώρησαν αυτά τα 50 χρόνια και νέες γενιές προστέθηκαν στις προηγούμενες, ο ορίζοντας τροποποιήθηκε. Ετσι σήμερα, στο ερώτημα «Οταν σκεφτείτε τη γενιά σας σε σχέση με τη γενιά των γονιών σας, θα λέγατε ότι…», το 42% απαντάει ότι ζει καλύτερα αλλά το 48% ότι ζει χειρότερα. Η μεγάλη ασυνέχεια συνίσταται στο ότι οι νεότερες γενιές, οι millennials (28-43 ετών) και η gen Z (17-27 ετών), απαντούν «χειρότερα» σε πολύ υψηλότερο ποσοστό: 69% και 66% αντίστοιχα.

Ταυτόχρονα, όταν ζητήθηκε από τους ερωτώμενους να τοποθετήσουν τον εαυτό τους και τους γονείς τους στην κοινωνική κλίμακα, όπως την αντιλαμβάνονται, αποτυπώθηκε η κοινωνική ανοδικότητα της Μεταπολίτευσης: μεγάλη μείωση στην αγροτική και εργατική τάξη, μεγάλη αύξηση στη μεσαία τάξη. Τι γίνεται όμως αν σπάσουμε αυτή την εικόνα ανά γενιές; Αντίληψη ισχυρής κοινωνικής ανοδικότητας στη γενιά των baby boomers, τη «γενιά του Πολυτεχνείου» (αγροτική τάξη: 27% οι γονείς μας, αλλά 4% εμείς – μεσαία τάξη: 27% οι γονείς μας, αλλά 51% εμείς)· ενώ στους millennials, αντίληψη στασιμότητας: θεωρούμε ότι οι γονείς μας τοποθετούνται στη μεσαία τάξη ακριβώς όσο κι εμείς (38% έναντι 39%).

Η έννοια της γενιάς είναι καμιά φορά παραπλανητική. Αποτελεί μια σύμβαση, που ενίοτε μας κάνει να πιστεύουμε ότι μια μεγάλη ηλικιακή «φέτα» ανθρώπων είναι ενιαία και αδιαφοροποίητη. Δεν ισχύει.

Η έννοια της γενιάς είναι καμιά φορά παραπλανητική. Αποτελεί μια σύμβαση, που ενίοτε μας κάνει να πιστεύουμε ότι μια μεγάλη ηλικιακή «φέτα» ανθρώπων είναι ενιαία και αδιαφοροποίητη. Δεν ισχύει. Μπορεί όμως να ισχύει ότι κάθε γενιά, με όλες τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις και αντιθέσεις της, επικαθορίζεται από εμπειρίες μεγαλύτερης ιστορικής εμβέλειας, οι οποίες επιδρούν στις νοοτροπίες και τις στάσεις των ανθρώπων.

Αν η «γενιά του Πολυτεχνείου» ήταν γενιά υψηλών προσδοκιών, η γενιά των millennials ήταν εκείνη που μεγάλωσε σε χρόνια ευημερίας, μορφώθηκε, διεθνοποιήθηκε στον πραγματικό και τον ψηφιακό κόσμο, αλλά όταν πάτησε τα 30 και άρχισε να μπαίνει στην πιο παραγωγική της φάση, συγκρούστηκε με την οικονομική κρίση. Με την επισφάλεια και τη συρρίκνωση του ορίζοντα των προσδοκιών. Αυτή η συλλογική εμπειρία άφησε ευδιάκριτα ίχνη.

Η οικονομική κρίση, όπως φάνηκε στην ίδια έρευνα, παρότι έχει παρέλθει η πιο θερμή της φάση, συνεχίζει να θεωρείται καθοριστική για τη ζωή μας – μακράν περισσότερο από κάθε άλλη κρίση – κλιματική, πανδημική, γεωπολιτική, μεταναστευτική. Για τους millennials και πάλι, αυτό το αίσθημα, ότι η σκιά της οικονομικής κρίσης παραμένει, είναι ακόμη πιο έντονο. Και δεν είναι τυχαίο ότι αποτελεί τη γενιά εκείνη που αποτιμά περισσότερο επιφυλακτικά από όλες τις άλλες τη συμμετοχή της χώρας μας στην ευρωπαϊκή ενοποίηση (θεωρώντας οριακά ότι ωφεληθήκαμε παρά ζημιωθήκαμε), αλλά και αξιολογεί με τον μικρότερο ενθουσιασμό από όλες τη Μεταπολίτευση ως την καλύτερη περίοδο της νεότερης ελληνικής Ιστορίας.

Αυτές τις μέρες παίζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά η παράσταση «Ο άτλας της δεκαετίας του 2000», σε σκηνοθεσία του Π. Φλατσούτση. Τέσσερις χαρακτήρες επί σκηνής, ηλικίας 20 έως 42 ετών, αφηγούνται σαν σε ντοκιμαντέρ τις δικές τους ιστορίες από τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας: πού βρίσκονταν την 11η Σεπτεμβρίου 2001, το καλοκαίρι των Ολυμπιακών, όταν πήραμε το Euro ή τη Eurovision, στις πυρκαγιές του 2007, τον Δεκέμβριο του 2008, τις πρώτες μέρες της χρεοκοπίας. Δεν είναι σύμπτωση ότι και άλλες παραστάσεις κινούνται σε παρόμοιο μοτίβο: ο «Καύσωνας» του Γιάννη Παναγόπουλου σε κείμενα της Βίβιαν Στεργίου, το «Generation lost» του Γρηγόρη Λιακόπουλου. Μια γενιά που αναστοχάζεται τη διαδρομή και τη διαμόρφωσή της, τις διαψεύσεις και τις προσδοκίες της. Αναπόφευκτα σε συνάρτηση με τη Μεταπολίτευση, ως βίωμα και ως μνήμη. Σαν κάτι που έχει κλείσει τον κύκλο του, αλλά και συνεχίζει να μας διαμορφώνει. Ιστορία τελειωμένη, Ιστορία χωρίς τελειωμό.

O κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής στη Metron Analysis, συγγραφέας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT