Τι κάνει όποιος δεν θέλει να ζυμώσει; Δέκα μέρες κοσκινίζει, λέει η λαϊκή θυμοσοφία. Ο λόγος για την ακρίβεια γενικά, την ακρίβεια στα τρόφιμα ειδικότερα.
Το πρόβλημα είναι μόνο δικό μας; Οχι. Δικό μας είναι το υπερβολικό ύψος των ανατιμήσεων. Τα τρόφιμα καθ’ ημάς ήταν πάντα ακριβότερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και τους τελευταίους μήνες ακριβαίνουν ταχύτερα απ’ όσο σε εκείνες. Τι φταίει;
Το έλλειμμα ανταγωνισμού. Οι πρακτικές τύπου καρτέλ από τμήματα της επιχειρηματικότητας, που έχουν (κακο)μάθει να δουλεύουν με τόσο υψηλά ποσοστά κέρδους, που δεν συναντάς σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το έλλειμμα ισχυρού ανταγωνισμού είναι μια μεγάλη πηγή της ακρίβειας, επαναλαμβάνουν η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ. Ειδικά στο θέμα του ανταγωνισμού η κυβέρνηση κοσκινίζει επί μια 5ετία. Θα μπορούσε να κάνει κάτι; Ναι. Θα μπορούσε, π.χ., να έχει κτίσει ένα σύστημα άμεσης ενημέρωσης των καταναλωτών για τις τιμές όλων των βασικών αγαθών και υπηρεσιών – ενίσχυση της διαφάνειας. Επίσης, να γίνονται εξειδικευμένοι έλεγχοι (όχι απλά αν τηρούνται τα ποσοστά κέρδους της 31ης Δεκεμβρίου 2021 αλλά) σε όλους τους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας των τροφίμων – ήτοι, ενίσχυση της εποπτείας. Θα μπορούσε, ακόμη, να ενθαρρύνει με πρακτικούς τρόπους την ανάπτυξη ενός κινήματος προστασίας των καταναλωτών – τη συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων.
Πάνω απ’ όλα, όμως, δεδομένου του μεγέθους του καθ’ ημάς ελλείμματος ανταγωνισμού, θα ήταν αναγκαίο η κυβέρνηση να δείξει και να πείσει ότι επιθυμεί να σπάσει τις πρακτικές καρτέλ και να απελευθερώσει τις δυνάμεις του υγιούς ανταγωνισμού. Αν το ήθελε, θα το είχε κάνει.
Πώς; Ο τρόπος ήταν απλός, η συνταγή εύκολα εφαρμόσιμη και αποδεδειγμένα αποτελεσματική: θα είχε δημιουργήσει μια ισχυρή και πραγματικά ανεξάρτητη Επιτροπή Ανταγωνισμού, μια Αρχή στελεχωμένη με όλες τις ειδικότητες που χρειάζεται, με επαρκείς προσλήψεις ανθρώπων νεαρής ηλικίας, εξοπλισμένη με τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία, ικανή να αναμετρηθεί με αξιώσεις με τις στρατιές των ειδικών που χρυσοπληρώνουν μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Με δυο λόγια, θα είχε δημιουργήσει μια Επιτροπή Ανταγωνισμού που όλοι οι πονηροί θα τη φοβούνταν.
Πέρα από πτερόεντα έπεα, ο ανταγωνισμός δεν είναι στις προτεραιότητες ούτε αυτής της κυβέρνησης.
Δεν το έκανε, διότι, πέρα από πτερόεντα έπεα, νομίζω ότι ούτε αυτή η κυβέρνηση έχει σε μεγάλη υπόληψη τον ανταγωνισμό. Και, πάντως, δεν είναι στις προτεραιότητές της.
Σταχυολογώ, ενδεικτικά, δύο παραδείγματα: ένα, στον ιταλικό όμιλο Grimaldi, που εξαγόρασε την ελληνική Minoan κι έχει αποκτήσει δεσπόζουσα θέση στις ακτοπλοϊκές συνδέσεις Ελλάδας – Ιταλίας, παραχωρήθηκε και το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, που κατά κύριο λόγο χρησιμοποιεί ο ίδιος και ο μοναδικός ανταγωνιστής του στην Αδριατική… Δύο, στο αμερικανικό CVC, που έχει εξαγοράσει μια σειρά ιδιωτικά νοσοκομεία και δεσπόζει στην καθ’ ημάς αγορά νοσηλευτικών υπηρεσιών, παραχωρήθηκε η μεγαλύτερη ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, η Εθνική Ασφαλιστική.
Εστω. Ας κόψουμε, όμως, τα περί ανταγωνισμού. Κι ας μην περιμένουμε ότι η (όποια) Φον ντερ Λάιεν, όσες επιστολές κι αν της στείλουμε, θα κάνει αυτά που είναι δική μας δουλειά, αλλά δεν την κάνουμε επειδή προτιμάμε να κοσκινίζουμε.