Σκηνές από την ξεκούρδιστη Ελλάδα 2.0

5' 9" χρόνος ανάγνωσης

Τα βλέπω μήνες. Ισως πορεύονται επί χρόνια έτσι, ασυντόνιστα και μεταξύ τους και με την επίσημη ώρα Ελλάδος, και δεν το είχα προσέξει. Λέω για τα δύο μεγάλα στρογγυλά ρολόγια στη στάση Συγγρού – Φιξ του τραμ, επί της οδού Καλλιρρόης, που μια φορά κι έναν καιρό, δήμαρχός τις της ένδοξης πόλης των Αθηναίων τη μετασκεύασε σε «Πάρκο Ολυμπιονικών».

Τώρα που το γράφω, το ξανασκέφτομαι. Μήπως θυμάμαι λάθος και αδικώ πρόσωπα και πράγματα; Μήπως το Πάρκο αυτό το έπλασε η αυθαίρετη φαντασία μου, που της αρέσει να εμπλουτίζει τη δίαιτά της με μπόλικη αντιεξουσία κάθε λογής; Ας το τσεκάρω, λέω. Πληκτρολογώ στο γκουγκλοψάχτηρο «Πάρκο Ολυμπιονικών» και… Και ναι, διαπιστώνω πάραυτα ότι σφάλλω σφάλμα βαρύ. Το ομολογώ. Δεν υπάρχει «Πάρκο Ολυμπιονικών». Υπάρχει «Πάρκο Ελλήνων Ολυμπιονικών 1996». Το γράφουν και το δείχνουν καθαρά και ξάστερα οι χάρτες της Αθήνας, οι δε ειδικευμένες ιστοσελίδες προσφέρουν «οδηγίες προς τον προορισμό Πάρκο Ελλήνων Ολυμπιονικών 1996 (Νέος Κόσμος)».

Δεν τις διάβασα τις οδηγίες μετακίνησης στον Ου Τόπο. Ισως επειδή όσες οδηγίες προς ναυτιλλομένους με προορισμό την Ουτοπία έχω διαβάσει, μ’ έβγαλαν στο πουθενά, όπως αναρίθμητους άλλους φιλαναγνώστες· και μάλιστα σ’ ένα πουθενά εξαιρετικά στενάχωρο, δυστοπικό. Ισως πάλι επειδή μένω στον Νέο Κόσμο πάνω από τριάντα χρόνια, δεν χρειάζομαι λοιπόν οδηγίες για να πάω στο θρυλικό «Πάρκο», ούτε πεντακόσια μέτρα από το σπίτι μου. Θυμάμαι άλλωστε τα εγκαίνιά του. Ή μάλλον τον αιφνιδιασμό μου, όταν κάποια μέρα είδα το μαρμάρινο σήμα να αγγέλλει την ίδρυσή του, προ τραμ.

Εκεί που έρρεε ο Ιλισός

Πάρκο; Μια στενή ζώνη γκαζόν, συν λίγα δέντρα, ανάμεσα στις δύο λωρίδες κυκλοφορίας μιας οδού που ανοίχτηκε «εκεί που κάποτε κυλούσε ο Ιλισός», με το ρέον απομεινάρι του οποίου γειτόνευε έως και τη δεκαετία του 1950. Επειτα ήρθε η πρόοδος. Η ανάπτυξη. Η άσφαλτος και το τσιμέντο. Και η πόλη με τα τρία ποτάμια ορφάνεψε από την καλοσύνη του νερού που την ευεργετούσε γενεές γενεών και απόμεινε με ισάριθμα λείψανα. Και με οδωνυμικές πινακίδες που δοξάζουν τα απολεσθέντα. Οπως η οδός Καλλιρρόης, μνήμη αδύναμη της αρχαίας εννεάκρουνης πηγής.

Τώρα, πάντως, στο κατ’ όνομα Πάρκο βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους Νεοκοσμίτες και Κουκακιώτες. Και αυτοί, όπως οι κάτοικοι πολλών περιοχών της Αθήνας και άλλων πόλεων, βλέπουν το ερ-μπι-εν-μπι να αλλάζει τον χαρακτήρα των γειτονιών τους απότομα ή σταδιακά, πάντως ριζικά. Να τις μετατρέπει σε ακριβά υπνωτήρια των τουριστών, που καταφτάνουν μαζικά. Για να ‘χουμε να καμαρώνουμε, μακαρίως αυτοκαταστρεφόμενοι, ότι σπάσαμε κι άλλο ρεκόρ, και αύριο θα το ξανασπάσουμε. Ποιος μας πιάνει πια.

Νεοκοσμίτες και Κουκακιώτες βλέπουν το ερ-μπι-εν-μπι να αλλάζει τον χαρακτήρα των γειτονιών τους.

Και ποιος μπορεί να πιάσει όσους αποθαυμάζουν το σκυλί τους ενόσω ανακουφίζεται, στο περί ου ο λόγος πάρκο ή σε οποιοδήποτε άλλο, και κατόπιν αποχωρούν μεγαλοπρεπώς, αφήνοντας πίσω τους τα στερεά απόβλητα, τάχα λίπασμα. Χρόνια τώρα προσέχω τη δημόσια στάση μας, τη συζητώ και με φίλους. Προκύπτει ότι οι συντριπτικά περισσότεροι αμέριμνοι «φιλόζωοι» είναι αφενός γένους αρσενικού, αφετέρου έφηβοι/μεταέφηβοι και ηλικιωμένοι. Οι εφηβεύοντες αδιαφορούν από μαγκιά, την ίδια μαγκιά που τους πείθει ότι πετάμε παντού τα πάντα· για να ζούμε έτσι σε μία από τις πιο ρυπαρές πρωτεύουσες, με μπλε κάδους υπερπλήρεις από παντοειδή σκουπίδια και με τα προγράμματα ανακύκλωσης ατελέστατα, αν όχι ψευδεπίγραφα. Οι «ώριμοι» δεν νοιάζονται να μαζέψουν τα παραπροϊόντα του τετραπόδου τους πιθανόν επειδή η ζωοφιλία προέκυψε γι’ αυτούς αιφνιδιαστικά. Μια βαρύθυμη υποχρέωση προς τα τέκνα τους, που δεν προλαβαίνουν να βγάλουν βόλτα το ζωντανό τους. Και επειδή «ό,τι μικρομάθεις, δεν γερονταφήνεις», αφήνουν τα απορρίμματα στον τόπο της παραγωγής τους. Μην τύχει και τους δει κάνας εξαστισμένος συγχωριανός και τους περιγελάσει.

Ο βίος των ανθρώπων, όμως, έχει και παραμυθητικά ξέφωτα καλοσύνης. Ενας παππούς, γείτονας, βολτάρει δυο-τρεις φορές κάθε μέρα με το γέρικο σκυλάκι του. Εχει βάλει ένα γερό χάρτινο κουτί μέσα σε καρότσι της λαϊκής και πάνω του κάθεται περήφανο το μικρόσωμο σκυλί. Το κατεβάζει πού και πού, ίσα για την ανάγκη του και για τα λιγοστά μέτρα που αντέχει να σύρει τα πόδια του, και το ξαναβάζει στον θρόνο του. Καλησπεριζόμαστε κάθε φορά, τα τετράποδά μας λένε τα δικά τους στη γαβγιστική τους και συνεχίζουμε να κυκλώνουμε αργόρρυθμα τα τετράγωνα της γειτονιάς.

Ο,τι κάνει το κάνει με τρόπο φυσικό, όχι από φορτικό «καθήκον». Εγώ πάντως τον καμαρώνω νιώθοντας ότι κάνει κάτι έκτακτο, απροσδόκητο, σπανιότατο. Οπως καμαρώνω μια γιαγιά με τσακισμένο το κορμί από τον χρόνο, μόνιμα γερτό, φτωχικά ντυμένη, στα μαύρα, και με το πρόσωπο μισοκρυμμένο από τη μαντίλα. Τη βλέπω να κουβαλάει τ’ απόβραδο το δικό της καρότσι της λαϊκής, γεμάτο κονσέρβες για την παρέα των γατιών που έχει υιοθετήσει. Ντρέπομαι που το λέω, αλλά αυτήν δεν κατάφερα ποτέ να την καλησπερίσω. Σαν να μη θέλει καμία σχέση με τον κόσμο τούτο των ανθρώπων.

Γυρνάω στα δυο ρολόγια στη στάση του τραμ. Το ένα, δεξιά όπως ανεβαίνουμε για το Σύνταγμα, δείχνει τρεις και είκοσι. Το άλλο, της καθόδου προς τη θάλασσα, δείχνει μία και δέκα. Η πραγματική, η κανονική ώρα; Εξι και μισή, όπως με βεβαιώνει το κινητό, γιατί ρολόι έχω να βάλω στο χέρι μου από την περασμένη χιλιετία. Από τότε που τα προμηθευόμουν μ’ ένα πεντακοσάρικο απ’ το περίπτερο της Ομόνοιας στον δρόμο προς την εφημερίδα, στη Σωκράτους τω καιρώ εκείνω.

Εκσυγχρονισμός

Πάνε δεκαετίες που μας υποσχέθηκαν «εκσυγχρονισμό», και μας τον υπόσχονται με κάθε κάλπη. Πώς όμως, όταν μοιάζει αδύνατος ο απλός συγχρονισμός δύο ρολογιών; Δεν ξέρω σε ποιον υπάγονται διοικητικά τα έρμα τα ρολόγια (ούτε οι αλλοπρόσαλλοι χιλιομετρικοί δείκτες των εθνικών οδών και οι πεπαλαιωμένες ή μισοσβησμένες ή κρυμμένες μέσα σε πρασινάδες πινακίδες). Στην επιχείρηση; στον δήμο; στην Περιφέρεια; σε κάποιο υπουργείο; στην Κομισιόν; Συναρμοδίως αναρμόδιοι θα δήλωναν όλοι, ενταφιάζοντας την ευθύνη τους στο Πάρκο. Εικάζω ότι εσκεμμένα μένουν αρρύθμιστα και ασυντόνιστα τα ρολόγια. Σαν σύμβολο της κοιμωμένης πολιτείας μας, της περίφημης Ελλάδας 2.0. Δύο τα ρολόγια, μηδενική η σχέση τους με τον πραγματικό χρόνο. Με την πραγματικότητα εν γένει.

Οπως επιμένουν οι κομπορρήμονες κυβερνητικοί μύθοι, «η Ελλάδα ηγείται στην 4η βιομηχανική επανάσταση», «ηγείται στα Βαλκάνια», «ηγείται στη Μεσόγειο». Με βαριές τις ηγετικές της σκοτούρες, θα χολοσκάσει για δύο αυτοσχεδιάζοντα ρολόγια; Ελεος πια με την γκρίνια. Στο κάτω κάτω, τόσοι άνθρωποι περιμένουν εκεί κάθε μέρα το τραμ. Δεν βρέθηκε ένας χριστιανός, ή και μουσουλμάνος ή βουδιστής, να πάρει μια σκαλίτσα και να συμμορφώσει τους δείκτες; Πού χάθηκε πια η ατομική ευθύνη σ’ αυτόν τον τόπο;

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT