Πρόσφατα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε δεκτή την προσφυγή του Δήμου Βάρης – Βούλας – Βουλιαγμένης κατά της εφαρμογής των μπόνους ύψους του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια ενδεχόμενη ακύρωση των σχετικών διατάξεων που, ενώ είχαν ως πρόθεση την παροχή κινήτρων για ενεργειακές και άλλου είδους αναβαθμίσεις, οδήγησαν τελικά σε υπερβολική οικιστική επιβάρυνση. Την ίδια στιγμή, το κράτος αδυνατεί να αξιοποιήσει την τεράστια ακίνητη περιουσία του, που αποτελείται σε σημαντικό βαθμό από άδεια και απαξιωμένα ακίνητα. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζει ποια είναι η περιουσία του: πρόσφατα ανακοινώθηκε η εκπόνηση μητρώου ακίνητης περιουσίας, στο οποίο υποχρεούνται να καταγράφουν τα ακίνητά τους όλοι οι φορείς του Δημοσίου. Παράλληλα, ανακοινώθηκε πως άρχισε να λειτουργεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που επεξεργάζεται την τροποποίηση του νόμου περί κοινωφελών περιουσιών, καθώς πολλά κοινωφελή ιδρύματα και κληροδοτήματα αδυνατούν να αξιοποιήσουν την περιουσία τους.
Θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλά για τη δαιδαλώδη λειτουργία του ελληνικού Δημοσίου, όπου η βραδύτητα, η υποστελέχωση και κακή στελέχωση, η τυπολατρία και η γενικευμένη αναποτελεσματικότητα παράγουν απτό κοινωνικό κόστος. Θα ήθελα, όμως, να κάνω κάτι άλλο: να επισημάνω ορισμένες πρακτικές που υποδεικνύουν ένα διαφορετικό δρόμο. Είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ πρόσφατα την τριώροφη επέκταση ενός παλαιού διώροφου κτιρίου στην πλατεία Καλλιγά, στα Πατήσια. Στην περιοχή αυτή, κτίρια διαμορφωμένα πάνω σε ένα κοινό πολεοδομικό πρότυπο είναι τοποθετημένα πίσω από πρασιές δημιουργώντας ένα ασυνήθιστο για την περιοχή θέαμα σε μια αστική γειτονιά που εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της την περίοδο 1980-2000, με αποτέλεσμα την υποβάθμισή της. Το διώροφο αυτό κτίριο θα μπορούσε να έχει κατεδαφιστεί δίνοντας τη θέση του σε μια νέα πολυκατοικία που θα εκμεταλλευόταν πλήρως το μπόνους ύψους του ΝΟΚ, σπάζοντας έτσι την ομοιομορφία του ιδιαίτερου αυτού αστικού μετώπου και τραυματίζοντας μια ευαίσθητη περιοχή. Ευτυχώς, δεν έγινε κάτι τέτοιο.
Το συγκεκριμένο ακίνητο ευτύχησε να βρει επενδυτές που επέλεξαν τους σωστούς συνεργάτες και το μακροπρόθεσμο κέρδος. Το έργο σχεδιάστηκε από ένα αρχιτεκτονικό γραφείο που εδρεύει στην περιοχή, με αποτέλεσμα να την αντιμετωπίζει με ευαισθησία και σεβασμό. Οι αρχιτέκτονες (Ματίλντα Μπεράχα, Δημήτρης Σωτηρόπουλος και Ρωξάνη Μαραγκουδάκη) αντιλήφθηκαν κάτι που διαφεύγει από τον περισσότερο κόσμο, ακόμη και από πολλούς αρχιτέκτονες: πως η αληθινή πολυτέλεια προκύπτει από τον καλό σχεδιασμό και όχι από τα ακριβά υλικά και το μέγεθος. Οι αρχιτέκτονες κατάφεραν να πείσουν τους επενδυτές ότι αν δεν εξαντλήσουν τον διαθέσιμο συντελεστή δόμησης θα μπορούσαν να κατασκευάσουν ένα ιδιαίτερο κτίριο με εξαιρετικές βεράντες, δίνοντας έτσι άλλον αέρα στους χώρους διαβίωσης. Παράλληλα, καινοτόμησαν στον σχεδιασμό χρησιμοποιώντας λευκές μεταλλικές κατασκευές που καλύπτουν το κέλυφος του κτιρίου, αφήνοντας άπλετο φως να εισρέει στα διαμερίσματα και ελαφραίνοντας παράλληλα το αποτύπωμά του στην περιοχή.
Τα λιγότερα από το μπόνους του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού τετραγωνικά ενός κτιρίου στην πλατεία Καλλιγά μεταφράστηκαν σε υψηλότερη ποιότητα ζωής για όλους.
Το κομψό και ποιοτικό αυτό αποτέλεσμα αποδεικνύει πως μπορεί το λιγότερο να μεταφράζεται σε περισσότερο: στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα λιγότερα τετραγωνικά μεταφράστηκαν σε υψηλότερη ποιότητα ζωής για όλους. Μια σωστά σχεδιασμένη παρέμβαση σε συνδυασμό με μια μικρή αρχική οικονομική θυσία παρήγαγαν ένα κτίριο που γρήγορα θα αποκτήσει μεγαλύτερη αξία για όλους: επενδυτές, αρχιτέκτονες, κάτοικους, γείτονες. Την αίσθηση αυτή του πραγματικού κέρδους τη διαπίστωσα προσωπικά στο πάρτι εγκαινίων της κομψής αυτής πολυκατοικίας: γελαστά πρόσωπα, χαρά και περηφάνια για ένα έργο που δεν προέκυψε ως διεκπεραιωτική εμπορική συναλλαγή αλλά σαν καρπός σκέψης, γνώσης, σεβασμού και αγάπης για την περιοχή και τους ανθρώπους της. Ακριβώς το αντίθετο από τη φιλοσοφία των μπόνους του ΝΟΚ, του υπουργείου Περιβάλλοντος και του ΤΕΕ – μια φιλοσοφία που αναπαράγει τη μετριότητα στην καλύτερη περίπτωση και την υποβάθμιση στη χειρότερη. Το μεγάλο ζητούμενο είναι η ευρύτερη διάχυση των ορθών πρακτικών, κάτι εφικτό μέσα από τη δημόσια αναγνώρισή τους.
O κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.