Λένε ότι το καλύτερο φάρμακο για την ακρίβεια είναι η αύξηση των μισθών. Πρόκειται για κάτι απλό, σαφές και λάθος. Την ακρίβεια μπορεί να ανακόψει η απελευθέρωση του ανταγωνισμού από τα δεσμά των καρτέλ και η άσκηση ουσιαστικών ελέγχων σε όλη την αλυσίδα τροφοδοσίας. Οι αυξήσεις των μισθών, στην καλύτερη περίπτωση απλώς θα αντιστάθμιζαν τις συνέπειες της ακρίβειας επί της αγοραστικής δύναμής τους. Αλλά η κυβέρνησή μας, που γλυκά επαναλαμβάνει πόσο καλό θα ήταν να αυξηθούν οι μισθοί, κάνει ό,τι πρέπει για να μένουν χαμηλοί.
Το ένα τρίτο των μισθωτών έχει μισθό κάτω από 800 ευρώ μεικτά. Το 53% έχει μεικτό μισθό έως 1.000 ευρώ. Και μόλις το 10% λαμβάνει μεικτά 2.000 ευρώ και πάνω. Αυτή είναι η πραγματικότητα και δεν αλλάζει όσα «greek statistics» κι αν επιστρατευτούν προς άγραν ψήφων. Το ελληνικό μοντέλο στηρίζεται στη φθηνή εργασία και διακρίνεται στην υπερπαραγωγή νεόπτωχων – που είναι φτωχοί, όχι επειδή είναι άνεργοι αλλά επειδή εργάζονται σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Κακά τα ψέματα, είναι θέμα συσχετισμών κοινωνικής και πολιτικής δύναμης. Στα χρόνια των μνημονίων οι συλλογικές συμβάσεις «πάγωσαν» κι αφέθηκαν να διαβρωθούν από ατομικές και επιχειρησιακές, που αφαιρούσαν δικαιώματα από την εργασία. Με τη βαθιά υποτίμηση της αξίας της εργασίας αποκαταστάθηκε η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Σήμερα, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είναι θεωρητικά ελεύθερες, αλλά πρακτικά ακυρωμένες: διότι, όποια επιχείρηση δεν θέλει να διαπραγματευτεί, μπορεί να το αποφύγει χωρίς συνέπειες, χωρίς καν την απειλή κυρώσεων, χάρη στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο ασυδοσίας.
Τι θα έκανε μια κυβέρνηση που θα ήταν φιλική στις (ευρωπαϊκότατες…) αξίες της διαβούλευσης, της συμμετοχής, της κοινωνικής διαπραγμάτευσης και των συλλογικών συμβάσεων; Τουλάχιστον τρία:
Πρώτον, θα ενίσχυε το καθεστώς της διαπραγμάτευσης, θα ωθούσε εργαζομένους και επιχειρήσεις να καθίσουν στο τραπέζι του διαλόγου καλόπιστα και με διάθεση να τα βρουν. Οποιος αυθαίρετα αρνιόταν, θα ήταν εύλογο να βρίσκεται αντιμέτωπος με την απειλή μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.
Η μισθωτή εργασία μένει απροστάτευτη σε ένα πέλαγος ταξικής αυθαιρεσίας, μόλις το 15% καλύπτεται με συλλογική σύμβαση.
Δεύτερον, θα ενίσχυε τις κλαδικές συμβάσεις. Ως γνωστόν, αυτές δεσμεύουν μόνο τα μέλη των κλάδων, μισθωτούς κι επιχειρήσεις. Το κατώφλι 51% θα μπορούσε εύκολα να μειωθεί, π.χ. στο 30%, για να ενισχυθεί η συμμετοχή και να αποτρέπεται το κοινωνικό ντάμπινγκ.
Τρίτον, θα επανέφερε την κοινωνική διαπραγμάτευση για τον κατώτατο μισθό. Ωστε να αποκτήσει πάλι ουσία η κοινωνική διαβούλευση (παλιότερα, υπενθυμίζω, το ύψος του κατώτατου προέκυπτε ουσιαστικά από συμφωνία ΣΕΒ – ΓΣΕΕ…), να ενισχυθεί ο ρόλος των εταίρων και η εμπιστοσύνη στον κοινωνικό διάλογο.
Η τελευταία οδηγία της Ε.Ε. ορίζει ότι με συλλογικές συμβάσεις θα πρέπει να καλύπτεται το 80% των μισθωτών κάθε χώρας και ότι, αν αυτό δεν συμβαίνει, πρέπει να σχεδιαστεί οδικός χάρτης που θα οδηγεί στο 80%. Καθ’ ημάς, η μισθωτή εργασία παραμένει απροστάτευτη σε ένα πέλαγος ταξικής αυθαιρεσίας. Είναι ζήτημα αν καλύπτεται με κάποιας μορφής συλλογική σύμβαση το 15%. Γι’ αυτό δεν αυξάνονται οι μισθοί.