Βλέποντας τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μιλάει στο συγκεντρωμένο πλήθος στη Θεσσαλονίκη μού ήρθε στον νου η Θεσσαλονίκη που ξέρω εγώ. Με τους πολύ πληγωμένους γκέι άντρες παλαιότερων γενεών που ζήσανε μεγάλο μέρος της ζωής τους μες στην ντροπή και την πίκρα και με τα φοβισμένα μικρά αγόρια και κορίτσια. Πριν από λίγο καιρό κάποια έφηβα προσπάθησαν να λιντσάρουν στο κατάκεντρο της πόλης δύο non binary άτομα, ενώ για μπούλινγκ ακούμε κάθε μέρα. Και αρκεί να περάσει κανείς πλάι σ’ αυτές τις χυμένες στις εισόδους πολυκατοικιών και πάρκων παρέες μαυροντυμένων εφήβων που καπνίζουν και γκαζώνουν στα παπάκια τους, για να νιώσει μια απροσδιόριστη ανησυχία.
Από κοντά κι η υπόλοιπη ελληνική επαρχία, που γνωρίζω καλά. Εκεί όπου βασικό αστείο είναι η σεξουαλικότητα των ανθρώπων, όχι επειδή οι συζητητές είναι πιο αγριάνθρωποι απ’ ό,τι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, αλλά επειδή αποτυγχάνουν συχνότερα στο παιχνίδι της υποκριτικής ευγένειας και του λεκτικού αυτοπεριορισμού κι επειδή σε κάποιους κύκλους είναι όντως κοινωνικά αποδεκτό ένα αστείο για τον Τάιλερ. Κανείς δεν θα πει «τι λες;». Ή ίσως υπερβάλλω, τα τελευταία χρόνια μπορεί να πει και κάποιος κάτι.
Σ’ αυτά τα μέρη, λοιπόν, πήγε ένας ανοιχτά γκέι άντρας, αρχηγός κόμματος, και μίλησε στο συγκεντρωμένο πλήθος και ανέφερε τον σύζυγό του (εξηγώντας την περιουσία του). Σε μία χώρα που πολλοί ομοφυλόφιλοι άνδρες δεν θέλουν καν να περνάνε μπροστά από συγκεντρωμένα πλήθη, γιατί γι’ αυτούς συγκεντρωμένο πλήθος ίσον απειλή.
Ομως, ξεκίνησα να πω κάτι αισιόδοξο. Ηθελα να πω πως τα πράγματα δεν είναι πάντα μαύρα, μερικές φορές είναι πολύχρωμα. Ηδη, το περασμένο καλοκαίρι η κυβέρνηση είχε τάξει γάμο. Ετσι, το θέμα έχασε την οξύτητά του και σταδιακά κινήθηκε προς το απόλυτο μέινστριμ (άλλωστε, ο θεσμός του γάμου είναι συντηρητικός θεσμός, ακόμη κι αν παντρεύονται δύο γυναίκες, θέλω να πω, ήδη το θέμα είχε κατέβει από τις παρυφές του κουίρ-εναλλακτικού στο κέντρο του θεσμικού πολιτικού πεδίου).
Φέτος, είναι ο πρώτος Ιούνιος με το καινούργιο οικογενειακό δίκαιο, αυτό που συμμορφώνεται με το δίκαιο της Ενωσης και τις αρχές που διέπουν του ελληνικό Σύνταγμα (η ισότητα συγκαταλέγεται σ’ αυτές, είναι στο άρθρο 4). Ετσι, προβλέπει γάμο για όλους. Ας μην είμαστε μίζεροι, γκρινιάρηδες και πικρόχολοι, λοιπόν. Αυτό που άλλα καλοκαίρια φάνταζε χαζό, ροζ ξέπλυμα –η θέση της σημαίας των γκέι δικαιωμάτων στα λογότυπα κομμάτων και εταιρειών, τα λογύδρια περί σεβασμού, αυτή η σιχαμένη λέξη η «συμπερίληψη»– τώρα έχει ένα νομικό έρεισμα στην πραγματικότητα.
Τώρα η «συμπερίληψη» δεν ηχεί τόσο γελοία, παρόλο που η λέξη είναι πραγματικά άθλια, πιο χάλια κι από χαλασμένο γλυκό. Είναι γλυκερή και ταυτόχρονα βαρύγδουπη. Υπονοεί πως η πλειοψηφία κάνει κάποιου είδους χάρη στη μειοψηφία και τη βάζει στο παιχνίδι της, ενώ δεν πάει ακριβώς έτσι. Τα ανθρώπινα δικαιώματα πάνε πακέτο με την ιδιότητα του ανθρώπου. Δεν πρόκειται για χάρη, λοιπόν. Κι ακόμη κι αν θέλουν αγώνα και διεκδίκηση, τα δικαιώματα είναι πάντα εκεί, λάμπουν σαν ένα σημείο γύρω από το οποίο κινείται ηθικά η οργανωμένη κοινωνία. Με διαφωνίες και ερμηνείες που ανταγωνίζονται η μία την άλλη (τι σημαίνει, για παράδειγμα, ελευθερία του λόγου για την αμερικανική εναλλακτική/εξτρεμιστική Δεξιά και τι για έναν Ρώσο αντιφρονούντα;).
Δεν μπορώ να ξεχάσω τη συζήτηση στη Βουλή. Ηταν ένα φωτεινό διάλειμμα. Από την (όντως) προοδευτική Αριστερά (γιατί διαθέτουμε και την άλλη) έως την κυβέρνηση ακούστηκαν σοβαρά πράγματα. Είδαμε ανθρώπους που δούλεψαν και στήριξαν τη μεταρρύθμιση. Που το κατάφεραν, το έκαναν πραγματικότητα και τους αξίζει έπαινος. Ενώ κάποιοι βουλευτές/βουλεύτριες μνημόνευσαν τα κινήματα που πολλά χρόνια πριν έθεσαν τον σπόρο.
Δεν είναι όλα μίζερα και άχρηστα, αυτό θέλω να πω. Και η πολιτική δεν είναι για πέταμα, ούτε οι εκλογές. Μπορεί να πει κάποια ότι δεν την ενδιαφέρει καθόλου η θεσμοθέτηση του γκέι γάμου, γιατί δεν είναι γκέι, κι άλλος να πει ότι δεν παρακολουθεί τη συζήτηση για τη φορολόγηση των επιχειρηματιών, επειδή ο ίδιος δεν επιχειρεί. Ομως, αυτές τις μέρες σκέφτομαι πως το να ζει κάποιος σε κοινωνία και να ψηφίζει προϋποθέτει και μία διαρκή υπέρβαση –στον βαθμό του εφικτού– των στενών ορίων του εαυτού του, των συμφερόντων του και της εντελώς άμεσης ωφέλειας του. Θέλει και λίγη φαντασία. Την ικανότητα να δεις λίγο πιο πέρα από τη μύτη σου.