Εκεί όπου δεν είσαι ξένος

2' 11" χρόνος ανάγνωσης

Δεν ήταν ότι δεν το περίμενα. Σάββατο μεσημέρι, πρώτη μέρα του Ιουνίου, τυπική έναρξη της περιόδου αιχμής, και στην είσοδο του Μουσείου Ακρόπολης επικρατούσε η αναπόφευκτη οχλαγωγία που δημιουργείται όταν άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο δυσκολεύονται να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό τους όταν μια επιθυμία τους φτάνει τόσο κοντά στο σημείο να γίνει πραγματικότητα.

Από αυτήν την άποψη, ο λόγος που με είχε φέρει έως εδώ φάνταζε ακόμη πιο «σωστός». Είχα έρθει να βρω καταφύγιο στις φωτογραφίες του Ρόμπερτ Μακέιμπ, στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων (έως 8 Σεπτεμβρίου), που έχει το προτέρημα να είναι αποκομμένη από τους εκθεσιακούς χώρους. Ο Μακέιμπ, στα 90 του, είναι ο κατεξοχήν διεθνής «πρεσβευτής» μιας Ελλάδας που μοιάζει να υπήρξε έναν αιώνα πριν: οι φωτογραφίες του από την ελληνική ύπαιθρο και τα νησιά της δεκαετίας του ’50 και του ’60 δίνουν την εντύπωση ότι έχουν απελευθερωθεί από την καλλιτεχνική τους φιλοδοξία και αναπαύονται σε μια προνομιακή προθήκη με τα πιο ζωντανά, τα πιο αισθαντικά, τα πιο φορτισμένα τεκμήρια της ελληνικής μεταπολεμικής ζωής. Κι εκεί που προσπαθούσα να εγκλιματιστώ στο υποβλητικό περιβάλλον της έκθεσης και στην απόλυτη ησυχία, βλέπω τον Ρόμπερτ Μακέιμπ να μπαίνει στην αίθουσα. Ο πειρασμός να του μιλήσεις, μεγάλος. Ενέδωσα γρηγορότερα απ’ όσο πίστευα, κυρίως γιατί αισθάνθηκα ότι το βλέμμα αυτού του τόσο γλυκού ανθρώπου σχεδόν σε καλωσόριζε. Τι θυμόταν πιο πολύ από εκείνα τα χρόνια; «Το φυσικό ένστικτο της φιλοξενίας». Κάποιο περιστατικό; «Ημασταν μια παρέα πέντε φίλων, θα μέναμε πέντε μερόνυχτα στη Σαντορίνη και κάθε μέρα τρώγαμε δύο ή τρία γεύματα στο εστιατόριο του Λουκά. Δεν δεχόταν χρήματα, “θα τα βρούμε πριν φύγετε”, μας καθησύχαζε. Οταν ήρθε εκείνη η μέρα, ο Λουκάς δεν δέχθηκε χρήματα, “σουβενίρ από τη Σαντορίνη”, φώναζε ξεκαρδισμένος στα γέλια. Συμφωνήσαμε μεταξύ μας να του αφήσουμε κρυφά κάποια χρήματα κάτω από το τραπέζι, αλλά πείτε μου, φαντάζεστε κάτι παρόμοιο σήμερα;». Αναστενάξαμε αυθόρμητα. «Θέλει προσοχή, όμως», με προειδοποίησε, «δεν χρειάζεται να τα εξιδανικεύουμε όλα, ξεχνάμε τη μεγάλη φτώχεια εκείνα τα χρόνια».

Η έκθεση του Ρόμπερτ Μακέιμπ στο πλημμυρισμένο από τουρίστες Μουσείο Ακρόπολης ως παραβολή για το ελληνικό καλοκαίρι.

Τι θα συμβούλευε ένα συμπατριώτη του που θα ερχόταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα; «Να ψάξει, υπάρχει ακόμη αυθεντικότητα στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, οι Φούρνοι. Κάποτε ήταν ένα τρομερά περίπλοκο ταξίδι, αλλά τώρα υπάρχει καράβι που σε πηγαίνει απευθείας από τον Πειραιά. Να πάει οπωσδήποτε σε εκείνη τη μαγική παραλία στο Πετροκόπι, με τα ερείπια του αρχαίου λατομείου ακριβώς δίπλα…».

Αποχαιρετώντας τον Ρόμπερτ Μακέιμπ και τις φωτογραφίες του, βρέθηκα ξανά στην κοσμοπλημμύρα του μουσείου και της Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Ανάμεσα σε τόσους τουρίστες ένιωθα κι εγώ τουρίστας στην πόλη μου. Προσπάθησα να φανταστώ τους Φούρνους· έναν τόπο που να μη νιώθεις ξένος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT