Αν με ρωτούσε κάποιος ποια ήταν τα ιστορικά γεγονότα που επηρέασαν τη ζωή μου, θα απαντούσα χωρίς επιφύλαξη. Το πρώτο ήταν η πτώση της χούντας και η αποκατάσταση της δημοκρατίας. Το δεύτερο, η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Οταν για πρώτη φορά έφθασα στο «Σαρλ ντε Γκωλ» και ο αστυνομικός μόλις του έδειξα το ελληνικό διαβατήριο μου έκανε ένα βαριεστημένο νόημα να περάσω, συνειδητοποίησα πως η ζωή μου είχε αλλάξει οριστικά.
Δεν ξέρω πόσοι από τους συμπατριώτες μου αισθάνθηκαν το ίδιο. Η Ελλάδα ήταν μια μικρή χώρα που από τη μια μέρα στην άλλη έπρεπε να καθίσει στο ίδιο τραπέζι και να συνομιλήσει επί ίσοις όροις με χώρες που μέχρι προχθές τις θεωρούσε υπερδυνάμεις. Πολλοί, με την έμφυτη καχυποψία της ελληνικής ψυχής, έψαχναν να εντοπίσουν τα συφέροντα –έτσι, χωρίς «μι»– που μας επέβαλαν τη δοκιμασία. Αλλοι, ακόμη πιο πονηροί, πίστευαν ότι καταφέραμε να ξεγλιστρήσουμε από τον έλεγχο στην είσοδο. Η Ευρώπη παρέμενε μια ξένη χώρα που μας ενδιέφερε μόνο στον βαθμό που μπορούσε να μας προστατεύσει και να μας εξασφαλίσει σχετική ευημερία. Ευθύνονται ο πολιτικός κόσμος, ο ανδρεοπαπανδρεϊσμός, αλλά και η πνευματική ελίτ. Αυτή η τελευταία δεν μπόρεσε να στοιχειοθετήσει την πορεία προς την Ευρώπη που ξεκίνησε με την ανάδυση του νέου ελληνισμού και ολοκληρώθηκε με την ένταξή μας στην ΕΟΚ. Ελεγαν, όσοι το έλεγαν, πως η Ελλάδα ήταν η θερμοκοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όμως δεν μπορούσαν να το μεταφράσουν σε σύγχρονη δυναμική δημιουργία. Οι υπόλοιποι υπηρέτησαν το δόγμα της ελληνικής ιδιαιτερότητας προτάσσοντας μια συναισθηματική υπεροχή, η οποία όμως δεν άφησε ίχνη.
Τρεις πρωθυπουργοί πίστεψαν στην ευρωπαϊκή Ελλάδα και χωρίς να έχουν ψευδαισθήσεις για το μέγεθός της υπηρέτησαν την ισότιμη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ο αρχιτέκτων της ένταξης, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο κανονικός, ο Κώστας Σημίτης που πάλεψε για να απαλλάξει τη χώρα από την επικυριαρχία του ανδρεοπαπανδρεϊσμού, κοινώς την καχυποψία απέναντι στην Ευρώπη, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήμερα. Δεν θέλω να υποτιμήσω τον ρόλο πολιτικών όπως ο Αντώνης Σαμαράς ή ο Ευάγγελος Βενιζέλος που κράτησαν τη χώρα στην Ευρώπη σε καιρούς που, όπως αποδείχθηκε με το δημοψήφισμα του 2015, το 60% των ψηφοφόρων ήθελε να της γυρίσει την πλάτη. Η περίοδος εκείνη βοήθησε να βγουν στην επιφάνεια όλες οι κακοτεχνίες της ένταξής μας. Η εκατέρωθεν καχυποψία, η αδυναμία της Ελλάδας σε συνδυασμό με τις αγκυλώσεις της Ευρώπης επιβεβαίωσαν όσους υποστήριζαν πως η ένταξή μας ήταν ευκαιριακή. Ξαναγυρίσαμε στο σημείο μηδέν, όταν η Ευρώπη κοιτούσε την ψωροκώσταινα αφ’ υψηλού, κάποτε με συμπάθεια, τώρα όμως με σαρκαστική διάθεση.
Το σημαντικό δεν είναι ότι καταφέραμε να ξεπεράσουμε την ταπείνωσή μας και να ανακτήσουμε την αξιοπρέπειά μας. Το σημαντικό είναι ότι σήμερα η Ελλάδα δεν είναι η μικρή, αδύναμη χώρα που κάποτε μπήκε στην ΕΟΚ επειδή κάποιοι της έκαναν χάρη. Είναι μια μεσαία δύναμη η οποία δεν παρεμβαίνει στην Ευρώπη μόνο για να υπερασπισθεί τα συμφέροντά της. Εχει λόγο για την κοινή άμυνα, την κοινή εξωτερική πολιτική, όπως και την κοινή αγροτική πολιτική. Δεν έχει σημασία τι θα επιτύχει. Σημασία έχει ότι η άποψη της Ελλάδας καταγράφεται στον ευρωπαϊκό διάλογο. Η θέση της χώρας στην Ευρώπη δεν είναι αυτή που ήταν όταν μπήκε στην ΕΟΚ, παρά τις περιπέτειες που ζήσαμε εν τω μεταξύ.
Από αυτήν την άποψη, η πολιτική μας τάξη αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά κατώτερη των περιστάσεων. Η προεκλογική εκστρατεία γύρισε την πλάτη της στην Ευρώπη. Χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ. Αντιλαμβάνομαι τον κ. Κασσελάκη. Δεν έχει να πει τίποτε για την Ευρώπη, οπότε δίνει τη μάχη εκεί που υπερέχει, στην επίδειξη των περιουσιακών στοιχείων του ως τεκμήριο επιτυχίας. Ομως, πώς είναι δυνατόν αυτό να δίνει τον τόνο σε ευρωεκλογές; Ξέρουμε, αλήθεια, τι σκέφτεται ο κ. Ανδρουλάκης για το Μεταναστευτικό; Ξέρουμε ότι ανησυχεί τη σοσιαλδημοκρατία η άνοδος της άκρας Δεξιάς. Εχουμε ακούσει όμως μια σοβαρή πολιτική πρόταση που να την ερμηνεύει και να έχει πολιτικές προτάσεις για την αντιμετώπισή της; Μόνον εξορκισμούς ακούμε.
Η πολιτική τάξη χρειάζεται εντατικά φροντιστήρια. Οχι μόνο για να μάθει την Ευρώπη, αλλά και για να συνειδητοποιήσει τη θέση της Ελλάδας.