Η πρόσφατη καταδίκη του Ντόναλντ Τραμπ από δικαστήριο της Νέας Υόρκης δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά τους προεκλογικούς συσχετισμούς. Παρά το γεγονός ότι ένας στους δέκα δυνητικούς του ψηφοφόρους έχει δηλώσει ότι δεν θα τον ψηφίσει σε περίπτωση καταδίκης, οι πιθανότητες επανεκλογής του Ρεπουμπλικανού υποψηφίου είναι ακόμα μεγάλες. Αυτό το παράδοξο προκύπτει από την ιδιαιτερότητα του αμερικανικού εκλογικού συστήματος. Νικητής στις προεδρικές εκλογές χρίζεται όποιος έχει τουλάχιστον 270 εκλέκτορες από τις πενήντα πολιτείες και την πρωτεύουσα Ουάσιγκτον. Ο Ντόναλντ Τραμπ προηγείται ήδη δημοσκοπικά σε πέντε από τις έξι «μεταβαλλόμενες πολιτείες» (swing states) που θα κρίνουν το τελικό αποτέλεσμα τον Νοέμβριο.
Το πολιτικό φαινόμενο του τραμπισμού έχει αναλυθεί διεξοδικά μέσα από το ερμηνευτικό πλαίσιο του λαϊκισμού. Σύμφωνα με αυτό, ο Αμερικανός επιχειρηματίας κατόρθωσε να σαγηνεύσει εκατομμύρια ψηφοφόρους το 2016 και το 2020 με τον αντισυστημικό λόγο και την επιθετική του ρητορική. Ωστόσο, οι θεωρίες περί λαϊκισμού δεν μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς γιατί φτωχοί εργάτες και πλούσιοι επιχειρηματίες, λευκοί και ορισμένοι ισπανόφωνοι, παντρεμένοι άνδρες και γυναίκες συνεχίζουν να υποστηρίζουν έναν άνθρωπο που καταφανώς δεν πληροί όλα τα κριτήρια για τη θέση του προέδρου.
Δεν έχει γίνει ακόμα πλήρως κατανοητή η επιρροή του εθνικισμού στην πολιτική ζωή της χώρας. Η χρήση του συγκεκριμένου όρου συνήθως προκαλεί αμηχανία στην αμερικανική φιλελεύθερη διανόηση, η οποία διαχρονικά υποτιμά τον ρόλο της ιδεολογίας στη διαμόρφωση της πολιτικής συμπεριφοράς. Ο συνταγματικός πατριωτισμός που καλλιεργείται συστηματικά στην εκπαίδευση δεν έχει καταφέρει να δώσει απαντήσεις στα προβλήματα που ταλανίζουν την αμερικανική κοινωνία. Εδώ και αρκετά χρόνια, υπάρχουν δύο πολύ διαφορετικές Αμερικές.
Η πρώτη είναι η «μπλε» των Δημοκρατικών που περιλαμβάνει τις περισσότερες πολιτείες της Ανατολικής Ακτής και την Καλιφόρνια. Αυτό το κομμάτι της χώρας είναι σίγουρα περισσότερο εξωστρεφές, αλλά και περισσότερο επιρρεπές στην κοινωνική διαμαρτυρία, στον ριζοσπαστικό ακτιβισμό και στην αμφισβήτηση των παραδοσιακών αμερικανικών αξιών. Η μπλε Αμερική βιώνει μια άνευ προηγουμένου αυτοαμφισβήτηση που δημιουργεί ένα ψυχικό χάσμα με την υπόλοιπη χώρα. Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για αυτήν την εξέλιξη. Ενας από αυτούς είναι η ιδεολογική μετάλλαξη του Δημοκρατικού Κόμματος που έχει υιοθετήσει ορισμένες ακραίες ιδέες για την οικογένεια, το φύλο και την ταυτότητα.
Η άλλη Αμερική είναι η «κόκκινη» που αποτελείται από τις μεσοδυτικές πολιτείες και τον Νότο. Εκεί η υποστήριξη για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι πολύ ισχυρή για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, η αποβιομηχανοποίηση έχει οδηγήσει την εργατική τάξη στην οικονομική εξαθλίωση και τον κοινωνικό μαρασμό. Στο μυαλό αυτών των ανθρώπων, ο πρόεδρος της χώρας πρέπει να μάχεται σκληρά για τα αμερικανικά συμφέροντα εναντίον της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Παράλληλα, η παράνομη μετανάστευση από τη Λατινική Αμερική προκαλεί μεγάλες δημογραφικές αλλαγές που εντείνουν το σύνδρομο της πολιορκίας στις συγκεκριμένες πολιτείες. Αυτή η Αμερική ενστερνίζεται μια συντηρητική θεώρηση για το φύλο ως βιολογική κατηγορία, τον ρόλο της θρησκείας στην πολιτική και το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας. Επίσης, βρίσκει αποκρουστική την τάση αυτοαμφισβήτησης που παρατηρείται στην μπλε Αμερική.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί ότι η γεωγραφική δια-φοροποίηση δεν είναι απόλυτη ή μονοδιάστατη. Υπάρχουν φιλελεύθεροι θύλακοι παντού στην κόκκινη Αμερική, ακόμα και μέσα στο υπερσυντηρητικό Τέξας. Αντίστοιχα, η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη έχουν τις δικές τους κοινότητες συντηρητικών ψηφοφόρων. Επιπρόσθετα, υπάρχουν ορισμένες αντιφάσεις που θολώνουν την εικόνα. Η αφροαμερικανική κοινότητα είναι συντηρητική και θρησκευόμενη, αλλά ψηφίζει σε μεγάλο βαθμό το Δημοκρατικό Κόμμα. Τα περισσότερα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας υποστηρίζουν τους Δημοκρατικούς διότι προασπίζονται τα δικαιώματά τους, αλλά ένα ποσοστό 20 με 30 τοις εκατό έχει ψηφίσει ή θα ψηφίσει Ρεπουμπλικανούς.
Το μυστικό της επιτυχίας του Ντόναλντ Τραμπ βρίσκεται στην εργαλειοποίηση του συναισθήματος του αμερικανικού λαού ή έστω ενός σημαντικού τμήματός του. Τα εθνικιστικά του κελεύσματα απευθύνονται σε μια Αμερική που αναζητεί ένα νέο όραμα για τον εαυτό της. Το σύνθημα «να κάνουμε την Αμερική πάλι σπουδαία» χλευάζεται μόνο από όσους δεν αντιλαμβάνονται ότι η πολιτική πρέπει να εμπνέει τους πολίτες. Οι περισσότεροι άνθρωποι δικαιολογημένα νιώθουν ασφάλεια και περηφάνια όταν ανήκουν σε ένα έθνος που ευημερεί και χαίρει σεβασμού. Στην πραγματικότητα, ο Τραμπ ευαγγελίζεται ένα όραμα αμερικανικού μεγαλείου που θα ενώσει και θα διχάσει ταυτόχρονα τη χώρα. Ασχέτως όμως του τι θα συμβεί στις επικείμενες προεδρικές εκλογές, η ιδεολογική επιρροή του τραμπισμού στην πολιτική ζωή της χώρας δεν πρόκειται να μειωθεί. Η Αμερική αλλάζει και μαζί της θα αλλάξει και ο υπόλοιπος δυτικός κόσμος.
*Ο κ. Μάνος Καραγιάννης είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Reader in International Security στο King’s College London.