Συμπληρώνονται φέτος, αυτήν την εποχή, τριάντα χρόνια από την τελευταία μεγάλη γενοκτονία του εικοστού αιώνα, του πιο γενοκτονικού της ανθρώπινης ιστορίας. Από τις 7 Απριλίου έως τις 4 (ή τις 17) Ιουλίου 1994 σφαγιάστηκαν με ματσέτες πάνω από οκτακόσιες χιλιάδες, ίσως και ένα εκατομμύριο, Τούτσι της Ρουάντας από τους Χούτου της ίδιας χώρας. Μαζί με αυτούς σφαγιάστηκαν και μετριοπαθείς Χούτου από τους εξτρεμιστές της Hutu Power, Χούτου που αρνήθηκαν να σφάξουν Τούτσι ή που συνδέονταν μαζί τους με δεσμούς συγγενείας. Τι κάναμε αυτό το τρίμηνο του 1994, όσοι ήμαστε ενήλικοι τότε; Ας μιλήσω μόνο για τον εαυτό μου: τίποτε, δεν θυμάμαι τίποτε, δεν πρόσεξα τίποτε. Και όμως είχα τις προϋποθέσεις να καταλάβω, ήξερα αρκετά για το γενοκτονικό φαινόμενο, αλλά δεν είδα τίποτε στη Ρουάντα. Εκ των υστέρων διάβασα πολλά και ντρέπομαι που η γενοκτονία αυτή πέρασε απαρατήρητη από μένα. Η γενοκτονία των Τούτσι είναι σήμερα πολύ καλά τεκμηριωμένη με εκθέσεις χιλιάδων σελίδων (πιο πρόσφατη η έκθεση της Επιτροπής υπό τον Βενσάν Ντικλέρ, που παραδόθηκε τον Μάρτιο του 2021 στον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας), με σπουδαίες μελέτες και πολλά βιβλία μαρτυριών. Στη χώρα μας, που χρησιμοποιούμε συχνά με ευκολία τον όρο γενοκτονία, η εφιαλτική γενοκτονία των Τούτσι δεν απασχόλησε την κοινή συνείδηση, είναι σχεδόν σαν να μην έγινε.
Μπορεί η σφαγή να κράτησε εκατό μέρες, δηλαδή οι Χούτου έσφαζαν, κατά μέσον όρο, οχτώ με δέκα χιλιάδες την ημέρα –τι μεροκάματο!–, η γενοκτονική όμως διαδικασία είχε ξεκινήσει προφανώς δεκαετίες νωρίτερα, από το 1959, και κορυφώθηκε από το 1990 και μετά, με το ξέσπασμα του εμφυλίου πολέμου. Η γενοκτονία δεν είναι ποτέ μια μπόρα που ξεσπάει ξαφνικά, χρειάζεται πολλαπλή προετοιμασία. Κεντρικό στοιχείο αυτής της προετοιμασίας ήταν, όπως ακριβώς και στην εβραϊκή περίπτωση, η ρατσιστική ρητορική της αποανθρωποποίησης των Τούτσι και της αντιμετώπισής τους ως επικίνδυνων εχθρών και εισβολέων, έναντι των οποίων οι άλλοι, οι Χούτου, έπρεπε να αυτοπροστατευτούν. Ιστορική ευθύνη έχει και η αποικιοκρατία, οι Γερμανοί αρχικά και κατόπιν οι Βέλγοι που τον 19ο αιώνα επινόησαν και κληροδότησαν μια αυθαίρετη διαίρεση του πληθυσμού σε δύο εθνοτικές ομάδες, διαίρεση που με τις δεκαετίας καλλιεργήθηκε και οξύνθηκε. Η εθνοτική ομάδα αναγραφόταν, σημειωτέον, και στις ταυτότητές τους. Η ιδεολογική προπαρασκευή είναι ασφαλώς καθοριστική, δεν αρκεί ωστόσο για ένα τέτοιας έκτασης φονικό εγχείρημα, χρειάζεται και καλή επιχειρησιακή οργάνωση. Οποιος δεν έχει ασχοληθεί με τη γενοκτονία των Τούτσι της Ρουάντας από τους Χούτου μπορεί να υποθέσει ότι επρόκειτο για ένα άναρχο μακελειό μιας φυλής από μια άλλη. Διόλου. Η γενοκτονία των Τούτσι ήταν μια επιχείρηση συστηματικά οργανωμένη από υψηλά ιστάμενους στρατιωτικούς του καθεστώτος –ξέρουμε τα ονόματά τους, με απεχθέστερο ανάμεσά τους το όνομα του συνταγματάρχη Μπαγκοσόρα–, με τη σύμπραξη πολιτικών, κληρικών (επισκόπων και ιερέων), καθηγητών και άλλων. Εξασφαλίστηκε η προμήθεια 600.000 ματσετών, δήθεν για αγροτικές εργασίες, σχεδιάστηκε και οργανώθηκε η μεταφορά και συγκέντρωση Τούτσι σε γήπεδα, σχολεία και εκκλησίες, για να γίνεται ταχύτερα και αποτελεσματικότερα η δουλειά, έκλεισαν τα σύνορα για να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής. Στην εξέλιξη και την ολοκλήρωση της γενοκτονίας των Τούτσι, όπως και σε κάθε άλλη, μεγάλη είναι πάντα η ευθύνη της διεθνούς κοινότητας, που είτε αδιαφορεί είτε και συμπράττει. Η μεγαλύτερη ευθύνη εν προκειμένω βαρύνει τη Γαλλία και προσωπικά τον Φρανσουά Μιτεράν, που υποστήριζε το δικτατορικό, ρατσιστικό και διεφθαρμένο καθεστώς του Χούτου στρατηγού Χαμπιαριμάνα, υποστήριξη που δεν ανακλήθηκε ούτε όταν η γενοκτονία βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Αυτή είναι ίσως η πιο μαύρη σελίδα της προεδρίας του Μιτεράν, ο οποίος θεώρησε ότι δεν επρόκειτο παρά για μια συνήθη εθνοτική σύγκρουση και έκρινε ότι στηρίζοντας το καθεστώς Χαμπιαριμάνα υπερασπίζεται τα συμφέροντα της Γαλλίας στην Αφρική. Αφήνω στην άκρη τα βεβαιωμένα εγκλήματα (βιασμοί) των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή.
Να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα κάθε φορά που περιφρονείται, μειώνεται ή απαξιώνεται μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα. Το μαζικό, γενοκτονικό έγκλημα χρειάζεται ιδεολογία για να διαπραχθεί.
Η γενοκτονία των Τούτσι είχε μετά την ολοκλήρωσή της τη μοίρα όλων των άλλων γενοκτονιών. Αρνηση: η γενοκτονία δεν έγινε ή δεν είχε τέτοια έκταση ή ήταν αμφίπλευρη (έσφαζαν οι Χούτου αλλά έσφαζαν και οι Τούτσι). Στη Γαλλία το περιβάλλον του Μιτεράν έκανε τα πάντα για να συγκαλυφθεί η γενοκτονία. Σήμερα είναι αδιαμφισβήτητα τεκμηριωμένη, ενώ το γαλλικό κράτος έχει αναγνωρίσει επίσημα την ευθύνη του.
Από όσα έκαναν οι άνθρωποι τον εικοστό αιώνα (και όλους τους προηγούμενους) και από όσα κάνουν σήμερα δίπλα μας ξέρουμε καλά τι είναι ικανός να κάνει ο άνθρωπος: τα πάντα! Δεν υπάρχει αγριότητα που δεν είμαστε ικανοί να διαπράξουμε. Το κατεξοχήν πεδίο εκδήλωσης της ανθρώπινης αγριότητας είναι ο πόλεμος. Πλήθος εγκλημάτων συνδέονται με τους πολέμους, ανάμεσά τους και η γενοκτονία. Ας πω στο σημείο αυτό παρενθετικά ότι κάθε έγκλημα πολέμου δεν αποτελεί γενοκτονία, όρο που πρέπει να χρησιμοποιούμε με προσοχή και ακρίβεια. Η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι είναι φρικτά εγκλήματα, δεν συνιστούν όμως γενοκτονία: σκοπός των Αμερικανών δεν ήταν ο αφανισμός των Ιαπώνων από προσώπου γης. Η γενοκτονία, δηλαδή η εξόντωση εν όλω ή εν μέρει μιας φυλετικής, εθνοτικής, θρησκευτικής ή εθνικής πληθυσμιακής ομάδας, θέτει πιο δύσκολα ερωτήματα από κάθε άλλο ανθρώπινο κακούργημα, λόγω ακριβώς της συμμετοχής τεράστιου αριθμού ανθρώπων στη διάπραξή της. Τι είναι αυτό που οδηγεί χιλιάδες ανθρώπους να θανατώνουν γνωστούς γείτονές τους ή άγνωστους μακρινούς; Δεν υπάρχει απάντηση. Εκείνο μόνο που έχουμε μάθει είναι ότι το μαζικό, γενοκτονικό έγκλημα χρειάζεται ιδεολογία για να διαπραχθεί. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για την (αβέβαιη πάντα) αποτροπή τους: να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα κάθε φορά που περιφρονείται, μειώνεται ή απαξιώνεται μια οποιαδήποτε ανθρώπινη ομάδα. Εκεί κυοφορούνται οι γενοκτονίες.