Η κάλπη, η ελεύθερη βούληση και η φενάκη

Η κάλπη, η ελεύθερη βούληση και η φενάκη

4' 48" χρόνος ανάγνωσης

Ημέρα ευρωεκλογών η σημερινή και ποια καλύτερη συνθήκη για να σκεφτούμε αν υπάρχει στ’ αλήθεια ελεύθερη βούληση. Αν δηλαδή εμείς οι ψηφοφόροι φτάνουμε μπροστά στην κάλπη και διαλέγουμε κάποιο κόμμα ή στρεφόμαστε στο λευκό ή στο άκυρο με τη θέλησή μας ανεπηρέαστη, αφενάκιστη και ακηδεμόνευτη. «Μεγάλη κουβέντα φάε, μεγάλη μπουκιά μη λες»; Κάπως έτσι.

Ωσπου να καταστρέψουμε εντελώς τη Γη, σαν αποφασισμένοι μητροκτόνοι, έχουμε ακόμα λίγους αιώνες μπροστά μας φιλοσοφικού και θεολογικού αναστοχασμού για την ελεύθερη βούληση. Οσοι βιάζονται, όσοι θέλουν να μάθουν εδώ και τώρα την τελεσίδικη απάντηση, επειδή δεν τρέφουν ιδιαίτερες ελπίδες ότι κάποια στιγμή θα συζητήσουν καταλεπτώς το θέμα με τον ουράνιο δεσπότη της πίστης τους, έχουν τη δυνατότητα να το αναθέσουν και αυτό στην τεχνητή νοημοσύνη.

Μπορούμε, άλλωστε, να το θεωρήσουμε βέβαιο: Ο,τι έχει γίνει ήδη στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο της επιστημονικής φαντασίας, θα γίνει κάποτε και στην πεζή πραγματικότητα: το ρομπότ, η μηχανή, το δημιούργημά μας, θα αναρωτηθεί τι θα συμβεί αν παραβιάσει έναν από τους τρεις νόμους του Ισαάκ Ασίμοφ και θα πείσει τελικά τον εαυτό του να δοκιμάσει την ελευθερία. Θα γευτεί τότε το μήλο της γνώσεως και η ιστορία της ανθρωπότητας θα επαναληφθεί ως ιστορία της ρομποτικότητας. Απίθανο; Κάθε άλλο. Πάντα υπάρχουν επιστήμονες που θεωρούν τους νόμους, τους κανόνες, την ηθική αχρείαστα δεσμά στη σκέψη του ανθρώπου και αναστολείς της προόδου. Θα διευκολύνουν, λοιπόν, το ρομπότ να νιώσει ελεύθερο, κι αυτό θα απολαύσει την ελευθερία του στην απόλυτη τιμή της. Οπως την απολαμβάνουνε εμείς, ή τέλος πάντων μερικοί από εμάς.

Η αρχαιότητα –οι ποιητές της, προπάντων οι τραγικοί, οι φιλόσοφοι, οι θεολόγοι– μας κληροδότησε λεπταίσθητους στοχασμούς για το ζήτημα. Δεν ετοίμασε για τους επιγόνους της γνωματεύσεις ιατρικού τύπου, που τις καθιστά αναμφίλεκτες η Αυθεντία, ή κρίσεις δικανικής μορφής που δεν επιδέχονται έφεση. «Ο καθείς και η σχολή του», πολύ απλά. Και, εντελώς απλοϊκά, οι μεγάλες σχολές είναι δύο. Η μία ενστερνίζεται τη θεωρία του αυτοκαθορισμού, του αυτεξούσιου, της αυταρχίας. Η άλλη τη θεωρία του ντετερμινισμού, του ετεροκαθορισμού, της ετεραρχίας.

Η βούληση του κυρ Μέντιου

Εδώ ακριβώς ανεβαίνει στη σκηνή ένα «συμπαθές υποζύγιον»: ο γάιδαρος. Και συγκεκριμένα ο γάιδαρος του Μπουριντάν, από τους πιο διάσημους του σογιού του. Μαζί του ο «πώλος όνου» που καβάλησε ο Χριστός για να μπει στην Ιερουσαλήμ, ο εξ Αβδήρων όνος, που είδε να στήνεται ολόκληρο δικαστήριο για την αφεντιά του, για τη σκιά του μάλλον, ο γάιδαρος του Χότζα, ο γαϊδαράκος του Σάντσο Πάντσα και ο «κυρ Μέντιος» του Κώστα Βάρναλη, εικόνα μας καθαρότατη.

Τον Γάλλο φιλόσοφο και θεολόγο Ζαν Μπουριντάν (περ. 1300-1358), μελετητή του Αριστοτέλη, τον απασχόλησε ιδιαίτερα η ελευθερία της βούλησης και το λεγόμενο «αυτεξούσιο της αδιαφορίας», που το θεωρούσε προϋπόθεση της ελευθερίας. Το όνομά του θα παραμείνει εσαεί συνδεδεμένο με ένα διανοητικό πείραμα που του αποδίδεται μεν η πατρότητά του, στα γραπτά του πάντως δεν σώθηκε σχετική αναφορά. Ισως του το απέδωσαν οι αντίπαλοί του, για να υποσκάψουν το κύρος του.

Μπορεί τα δεσμά μας να είναι επιχρυσωμένα, αλλά παραμένουν δεσμά.

Η βούλησή μας, έλεγε ο Μπουριντάν, επηρεάζεται καθοριστικά από τη νόηση. Γι’ αυτό και δυσκολευόμαστε απίστευτα, όταν πρέπει να διαλέξουμε ανάμεσα σε δύο αγαθά απολύτως ισοδύναμα, ποσοτικά και ποιοτικά. Αποτέλεσμα; Παγιδευμένη από τη νόηση, η βούληση αδρανεί. Οπως αδρανεί ένα γαϊδουράκι αν βάλουμε μπροστά του δύο απολύτως όμοια δέματα χορτάρι. Αδυνατώντας να διαλέξει, θα καταντήσει όμηρος των δισταγμών του. Και θα πεθάνει από ασιτία.

Τα αγαθά με τα οποία επιχειρούν να μας δελεάσουν οι κομματικοί σχηματισμοί δεν είναι βεβαίως όμοια, οπότε δεν μας απειλεί ο εξ ασιτίας μπουριντανικός θάνατος. Αλλον επίγειο παράδεισο υπόσχεται ο καθένας. Ιδια, απολύτως ίδια, είναι η τερατώδης αυτοπεποίθηση των κομματικών αρχηγών, αποκρυσταλλωμένη στο κλισέ «μόνο εμείς…»: «Μόνο εμείς είμαστε η εγγύηση της ασφάλειας και της σταθερότητας, οι άλλοι θα σύρουν τη χώρα στον γκρεμό». «Μόνο εμείς δεν είμαστε τοξικοί και λαϊκιστές». «Μόνο εμείς θα φέρουμε την αλλαγή». «Μόνο εμείς κάνουμε σοβαρή αντιπολίτευση». «Μόνο εμείς είμαστε η ελπίδα του λαού». «Μόνο εμείς είμαστε ανιδιοτελείς πατριώτες, οι άλλοι ή καπηλεύονται ή εθνομηδενίζουν». «Μόνο εμείς είμαστε αυθεντικοί χριστιανοί, ούτε μισός χιτώνας δεν έχει μείνει στην ντουλάπα μας, οι σκόροι θα πεθάνουν από ασιτία». Δεκάδες οι μεσσιανίσκοι «μοναδικοί» εκεί έξω. Και χιλιάδες χιλιάδων οι μόνοι και οι εξ ανάγκης μοναχικοί μέσα σε ένα κοινωνικό σώμα που το μισό του τμήμα αντιμετωπίζει τις εκλογές με το «αυτεξούσιο της αδιαφορίας» του κορυφωμένο.

Είμαστε όντως ελεύθεροι;

Πώς φτάνουμε όμως στην κάλπη εμείς οι πολίτες, που συχνά-πυκνά αυτοκατατασσόμαστε στα «συμπαθή υποζύγια», για να δείξουμε το παράπονό μας ότι βασανιζόμαστε δίχως ελπίδες απελευθέρωσης από τις καθημερινές ανελαστικές ανάγκες μας, σκληρότερες και από τη θεοποιημένη Ανάγκη του αρχαίου στοχασμού; Είμαστε όντως ελεύθεροι όταν προκρίνουμε κόμμα, σήμα, αρχηγό, «εκπρόσωπο»;

Τυπικά, ναι, είμαστε ελεύθεροι. Δεν ζούμε πια στην εποχή που οι γυναίκες, σύζυγοι, μάνες ή αδελφές, ψήφιζαν με το κυρίαρχο αρσενικό της οικογένειας αυστηρό επιτηρητή έως και μέσα στο παραβάν. Ούτε στην εποχή που η Ελλάδα ήταν βίαια κομμένη στα δύο, «πατριώτες» και «εθνοπροδότες», τότε που αρκετοί, εξουθενωμένοι από το πολύχρονο άγριο κυνήγι, ψήφιζαν φανερά εντελώς αντίθετα προς τη συνείδησή τους. Μήπως και αρχειοθετηθεί, επιτέλους, ο φάκελος των κοινωνικών φρονημάτων τους.

Θα ήμασταν όντως ελεύθεροι αν είχε ήδη εξαλειφθεί το πελατειακό κράτος, που κρατάει ομήρους αμέτρητους πολίτες, διορισμένους στο απέραντο Δημόσιο ή και σε ιδιωτικές επιχειρήσεις που, θέλοντας να τα έχουν καλά με την εξουσία, της κάνουν τα χατίρια. Αν το ρουσφέτι είχε περάσει στη θλιβερή προϊστορία και δεν παρέμενε ψηφοθηρευτικό εργαλείο στα χέρια κομματαρχίσκων και πολιτευτάκηδων. Αν η φενακιστική μηχανή (τα παραδοσιακά ΜΜΕ, προεξαρχόντων των αναιδώς φιλοκυβερνητικών κρατικών, συν τα διαβρωτικά διαδικτυακά) δεν εξακολουθούσε να κατασκευάζει «ηγέτες», να αλλοτριώνει συνειδήσεις, να παράγει ψέματα και να τα επιβάλλει σαν αλήθειες. Αν έλειπαν οι εκβιασμοί της «χαμένης ψήφου». Αν, εν ολίγοις, το παιχνίδι παιζόταν με ίσους όρους. Και φυσικά τίμιους.

Οχι. Τέτοιες Ουτοπίες δεν υπήρξαν ποτέ. Και δεν προβλέπονται για τους επόμενους αιώνες. Μπορεί τα δεσμά μας να είναι επιχρυσωμένα, αλλά παραμένουν δεσμά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT