Το ταξίδι με τρένο ως σπουδή στην ήσυχη μοναχικότητα

Το ταξίδι με τρένο ως σπουδή στην ήσυχη μοναχικότητα

3' 19" χρόνος ανάγνωσης

Νομίζω μου ’χε καρφωθεί από ένα βιβλίο του Κέρουακ (ήμουν μικρή και διάβαζα τέτοια). Η ιδέα ενός μεγάλου ταξιδιού με τρένο μού φαινόταν ο πιο τέλειος τρόπος να αποφύγω το «ελληνικό καλοκαίρι». Θα ξεκινούσαμε από την Αθήνα, θα φτάναμε Θεσσαλονίκη, μετά Βόρεια Μακεδονία, ύστερα Σερβία. Το ταξίδι ήταν κάπως άθλιο, αλλά το τρένο ήταν πραγματικά τρομακτικό. Οι βαλκανικές χώρες είναι κοντά και τόσο μακριά, αυτό είχα συμπεράνει στην τρυφερή ηλικία των 23. Δεν μπορείς να πάρεις ένα τρένο της προκοπής να πας να δεις το Βελιγράδι.

Ομως, με τα τρένα και τα πόδια γίνεται να δεις τις πόλεις. Αυτός είναι ο πραγματικός τρόπος να έρθεις σε επαφή. Οι σταθμοί είναι από μόνοι τους σημεία προσκυνήματος: βρωμεροί και παρατημένοι ή θαύματα της αρχιτεκτονικής, έχουν πάντα κάτι να πουν για το πώς ζουν οι άνθρωποι της εποχής. Γι’ αυτό και ένας σοβαρός παρατηρητής των ανθρώπων δεν θα αποχωρούσε ποτέ βιαστικά από κάποιον σταθμό (αυτό είναι κάτι που έμαθα διαβάζοντας Joseph Roth).

Η Θεσσαλονίκη θα μπορούσε να είναι το ορμητήριο για ταξίδι με τρένο σε όλα τα Βαλκάνια. Ομως, για την ώρα δεν είναι καν δυνατόν να φτάσει κανείς με τρένο από την Αθήνα ή τη Λάρισα. Ενάμιση χρόνο μετά το δυστύχημα των Τεμπών, δεν έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες του ΟΣΕ και της Hellenic Train για το τι έφταιξε. Οι συγκεκριμένες εταιρείες δεν έχουν εκδώσει πορίσματα. Πώς, λοιπόν, να ξεκινήσω να μπω εκεί μέσα κι ενώ εκκρεμεί η επείγουσα σύσταση ασφαλείας από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Σιδηροδρόμων (Καθημερινή, «Καμπανάκι για τα τρένα»); Ενα πραγματικό ταξίδι με τρένο διαρκεί ώρες, μέρες, κι η μαγεία του έγκειται σ’ αυτό το χάσιμο του χρόνου. Δεν χρειάζεται να προσέχεις τον δρόμο, μπορείς να σκεφτείς ή να διαβάσεις κι η μετάβαση είναι ήσυχη, σχεδόν νανουριστική. Αυτά μάς τα ’χουν στερήσει εδώ. Το μόνο τρένο που ’χουμε, αν θέλουμε ν’ αλλάξουμε τοπίο, είναι το τρένο που παίρνουμε μόλις περνάμε τα σύνορα της χώρας. Σκληρό, ξέρω.

«Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους, δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο, που η αναπλήρωση ή η ανάκτησή του θα ήταν αφόρητα δαπανηρή. Θα έχουμε αποδεχτεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά […] έχουμε καταντήσει περιφραγμένα άτομα που δεν γνωρίζουν πώς να μοιραστούν τον δημόσιο χώρο προς όφελος όλων». […] Αυτό θα σήμαινε «ότι έχουμε απεμπολήσει τη σύγχρονη ζωή», γράφει ο Τόνυ Τζαντ και σταχυολογεί ο Σταύρος Ζουμπουλάκης (Ηθική της Αγάπης και Πολιτική Πράξη, Πόλις, σελ. 244), ο οποίος λέει επίσης: τα τρένα χάρισαν στον Τζαντ «την ευτυχία της μοναξιάς. Τα τρένα ήταν για τον Τζάντ ό,τι οι εκκλησίες της υπαίθρου και οι μπαρόκ καθεδρικοί για τους ποιητές και τους καλλιτέχνες». 

Ο Τζαντ έγραψε τη «Δόξα των Σιδηροδρόμων» (εκδόσεις ΜΙΕΤ), απ’ όπου και οι παραπομπές, όταν αρρώστησε. Η αρρώστια του τού αφαίρεσε την ικανότητα να ταξιδεύει με τρένο, αλλά και τη μοναξιά του. Δεν μπορείς να είσαι μοναχικός όταν το σώμα σου χρειάζεται τα χέρια των άλλων. Αντίο μοναξιά, λοιπόν, λέει. Αντίο τρένα. Τώρα, η απάνθρωπη, μηχανική συνδεσιμότητα, η γραφειοκρατία της απλής ζωής που διαρκώς διογκώνεται, είναι κι αυτή κάποιου είδους ασθένεια για πολλούς ανθρώπους. Αντίο περιπλάνηση, αντίο άγνωστα τοπία με τρένο, διάβασμα πλάι στο παράθυρο. Το κινητό τους είναι ο πλοηγός τους κι έτσι διαλέγουν τους σταθμούς αποβίβασης, απ’ τις φωτογραφίες στο Ινσταγκραμ. Λες και μπορεί μία καλογυαλισμένη εικόνα με χίλια φίλτρα να σου μεταδώσει την αίσθηση του σταθμού των τρένων στην Μπολόνια, τη Βουδαπέστη ή τη Μαδρίτη (διάλεξα επίτηδες σταθμούς χαοτικούς, μέρη που ενδείκνυνται για ένα πλήθος ερμηνειών). 

Οι σταθμοί των τρένων δεν είναι απλώς σημεία μετάβασης. Είναι ύμνοι σ’ έναν τρόπο ζωής που περιλαμβάνει μετακινήσεις και παρατήρηση. Η Εύα Στεφανή έχει κάνει ένα φιλμ για τον Σταθμό Λαρίσης, το Αθήναι, 1995. Εκεί αναδεικνύεται όλη η σαγηνευτική αθλιότητα του καφέ του σταθμού. Είναι τόπος αναμονής, σημείο συνάντησης συντετριμμένων προσωπικοτήτων. Τα τρένα, όπως τα έργα της Στεφανή, έχουν τη γοητεία του παλιού πράγματος. Ακόμη και τα πιο υπερσύγχρονα. Γιατί σημείο αναφοράς τους είναι κάτι που υποχωρεί σε μαζική κλίμακα: η ήσυχη μοναχικότητα, αυτό το βλέμμα που περιμένει, ανοιχτό, σίγουρο, να του ρίξει η πόλη την τροφή του.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT