Αποχή: Διαμαρτυρία ή διέξοδος;

3' 38" χρόνος ανάγνωσης

Στο μακρινό 1993, εν μέσω έντονης εκλογολογίας, το ιστορικό περιοδικό «Αντί» (τεύχος 518) έκανε αφιέρωμα στο «απορριπτικό κόμμα», στο γεγονός δηλαδή ότι τα τότε αυξημένα ποσοστά των αναποφάσιστων, όσων επέλεγαν στις δημοσκοπήσεις το λευκό και όσων δήλωναν την πρόθεση να μην ψηφίσουν ήταν ενδείξεις δυσαρέσκειας, απάθειας και κυνικής αντιμετώπισης του πολιτικού φαινομένου. Τελικά, οι εκλογές έγιναν τον Οκτώβριο με αποχή 22%. Το αφιέρωμα υπέγραφαν σημαίνοντα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, της δημοσιογραφίας και του πολιτικού προσωπικού της χώρας.

Η αναφορά γίνεται για να κατανοηθεί ότι η πολύ μεγάλη αποχή από τις ευρωεκλογές είναι απόληξη μιας μακράς διαδικασίας αποδέσμευσης από την (κομματοκεντρική) πολιτική. Πλήθος ερευνών πολιτικής κουλτούρας και μετρήσεις κοινής γνώμης έχουν πιστοποιήσει τη δυσπιστία απέναντι στους περισσότερους δημόσιους θεσμούς, έτσι ώστε μεγάλα τμήματα του εκλογικού σώματος να ψηφίζουν κόμματα που ουσιαστικά δεν εμπιστεύονται, από τα οποία όμως πρέπει αναγκαστικά να προκύψει κυβέρνηση. Πρόκειται για την «αρνητική κομματική ταύτιση». Συχνότατα, σε εκλογικά ανύποπτο χρόνο αλλά και σε προεκλογικές περιόδους, όπως η πρόσφατη, πλειοψηφεί ο «κανένας» όσον αφορά την καταλληλότητα των κομματικών αρχηγών για την πρωθυπουργία.

Συνεκτιμώντας ότι η αναμέτρηση για το Ευρωκοινοβούλιο λογίζεται ως εκλογή «δευτέρας τάξεως» (αφού δεν βγάζει κυβέρνηση), δεν είναι εντέλει να απορούμε για το τεράστιο ποσοστό της αποχής (58,61%). Κι αυτό όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για αρκετές άλλες χώρες στα μάτια των πολιτών των οποίων η «Ευρώπη» είναι πολύ μακριά, εξ ου και το διαπιστωμένο «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ε.Ε. Θα ήταν κοινότοπο να πούμε πως το ύψος της αποχής συνιστά κρίση εγχώριας πολιτικής αντιπροσώπευσης και απονομιμοποίησης των ευρωπαϊκών πολιτικών ελίτ. Πολύ παλαιότερα, όταν τα κομματικά συστήματα δεν είχαν ακόμη αποσταθεροποιηθεί, ένα λελογισμένο ποσοστό αποχής ερμηνευόταν όχι ως πρόβλημα, αλλά ως ένδειξη πίστης στη σταθερότητα της δημοκρατίας, νοουμένου ότι οι πολίτες ήταν σίγουροι για τους δημόσιους θεσμούς, που ακόμη κι αν οι ίδιοι δεν θα προσέρχονταν στις κάλπες, τα πράγματα δεν θα κινούνταν προς λάθος κατεύθυνση. Τώρα όμως έχουμε δημοκρατίες σε κρίση και η όποια αποχή την επιτείνει.

Το καίριο ζήτημα είναι αν, σε μαζικό επίπεδο, οι αποξενωμένοι/ες από το πολιτικό σύστημα συγκλίνουν με όλους/ες εκείνους/ες που αντιπαθούν εκ πεποιθήσεως ή μισούν τη συνταγματική φιλελεύθερη δημοκρατία.

Ενα κρίσιμο ερώτημα εν προκειμένω είναι αν η αποχή συνιστά διαμαρτυρία προς τους πολιτικούς ή απάρνηση της πολιτικής εν γένει. Ο γνωστός θεωρητικός της οικονομικοκοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς Αλμπερτ Χίρσμαν διακρίνει τρεις αμφισυνδεδεμένες αντιδράσεις των ατόμων όταν διαπιστώνουν ότι τα συστήματα στα οποία εντάσσονται εμφανίζουν δυσλειτουργίες: την αφοσίωση, τη διαμαρτυρία/διαφωνία και την έξοδο/αποχώρηση. Προφανώς, ανεξαρτήτως κινήτρου, όσοι ψηφίζουν συνδράμουν τη δημοκρατική λειτουργία και κατά το μάλλον ή ήττον προσχωρούν στις αρχές της. Πέραν τούτου, όμως, από τις πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ψήφων που έχασαν η Ν.Δ., πρωτίστως, ο ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ., όπως και άλλα κόμματα (είτε ως βάση σύγκρισης ληφθούν οι ευρωεκλογές του 2019 είτε οι εθνικές εκλογές του 2023), μπορούμε να δεχθούμε ότι ένα σημαντικό τμήμα τους αντιστοιχεί σε διαφωνούντες πολίτες. Πολλοί μάλιστα εξ αυτών είναι δυσαρεστημένοι δημοκράτες που στέλνουν «μήνυμα» το οποίο υποτίθεται ή αναμένεται ότι αφουγκράζονται οι κομματικές ηγεσίες. Αλλοι όμως διαμαρτύρονται κατά τρόπον που η αποχή τους να σημαίνει προσωρινή ή/και οριστική έξοδο από την πολιτική κοινωνία, καθώς το εγχείρημά τους συμπυκνώνει κομματικό κορεσμό, πολιτική δυσανεξία, κυνισμό, αποξένωση, απάθεια και αδιαφορία. Αν η αποχώρηση είναι προσωρινή, ενδέχεται να επιστρέψουν εφόσον μετριαστούν ή εκλείψουν οι αιτίες της εξόδου, αν δηλαδή το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα ανταποκριθεί καλύτερα στις προσδοκίες τους και συμπεριφερθεί με μεγαλύτερη εσωτερική και εξωτερική λογοδοσία και αποτελεσματικότητα.

Το καίριο ζήτημα είναι αν, σε μαζικό επίπεδο, οι αποξενωμένοι/ες από το πολιτικό σύστημα συγκλίνουν με όλους/ες εκείνους/ες που αντιπαθούν εκ πεποιθήσεως ή μισούν τη συνταγματική φιλελεύθερη δημοκρατία. Κι αυτό γιατί η κοινή τους έξοδος θα συνιστά απάρνηση της δημοκρατίας όχι απλώς ως μεθόδου επιλογής των κυβερνητικών ελίτ, αλλά ως τρόπου ζωής. Τότε η έξοδός τους είναι πιθανό να μετατραπεί σε μαζική είσοδο σε ένα σκοτεινό τούνελ που οδηγεί απευθείας στην ανελευθερία και στον αυταρχισμό. Δεν πρόκειται για το ελάχιστα πιθανό σενάριο. Η Ακροδεξιά, κληρονόμος και της παράδοσης του αντιδιαφωτισμού, ενισχύεται παντού στην Ευρώπη και αλλού και θεωρείται μια θεμιτή πολιτική επιλογή. Η δημοκρατία όμως έχει ισχυρές ρίζες στην πολιτική κουλτούρα των λαών των Ευρώπης και οφείλει τάχιστα να (επαν)ορθώσει το κύρος της. Επειδή η έξοδος είναι η λάθος απάντηση στα προβλήματά της, καλείται να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια των πληττόμενων ατόμων και ομάδων κάνοντας πράξη την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ισότητα εντός του κράτους δικαίου.

*Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας και Επικοινωνίας στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT