Ολα του (κεντροαριστερού) γάμου δύσκολα

Ολα του (κεντροαριστερού) γάμου δύσκολα

4' 12" χρόνος ανάγνωσης

Η εκλογική στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ αναπόφευκτα τροφοδοτεί τη συζήτηση για μια μεταξύ τους συνεργασία. Σήμερα κανένα κόμμα δεν δείχνει από μόνο του ικανό να κυριαρχήσει, αρχικά, στην Κεντροαριστερά και στη συνέχεια να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της Ν.Δ. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πέτυχε τους στόχους που είχε θέσει, επιβεβαιώνοντας ότι η ικανότητα να προσελκύεις την προσοχή των ΜΜΕ δεν ταυτίζεται με την ικανότητα να προσελκύεις ψήφους. Το δε ΠΑΣΟΚ, αν και οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, επίσης δεν πέτυχε όσα προσδοκούσε, με αποτέλεσμα να έχει εσωκομματικές αναταράξεις.

Ενώ, όμως, η σύγκλιση των δύο κομμάτων μοιάζει να υπαγορεύεται για «αριθμητικούς» λόγους, είναι εξαιρετικά δύσκολη για μια σειρά από πολιτικούς λόγους.

Κατ’ αρχάς, υπάρχει το νομικό εμπόδιο. Βάσει εκλογικού νόμου το (κλιμακούμενο) μπόνους στο πρώτο κόμμα δεν δίνεται σε συνασπισμούς κομμάτων. Μια εκλογική σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ, για να μπορεί να διεκδικήσει το μπόνους θα πρέπει να συνοδεύεται από την ίδρυση νέου ενιαίου φορέα και παράλληλη αναστολή λειτουργίας των «συστατικών» κομμάτων. Κάτι που προκαλεί ζητήματα, από καθαρά «πρακτικά» (τι θα γίνει π.χ. με τα χρέη του ΠΑΣΟΚ για τα οποία έκανε λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ όλα αυτά τα χρόνια) μέχρι καθαρά πολιτικά. Η επιρροή του ΠΑΣΟΚ, π.χ., στις μεγαλύτερες ηλικίες οφείλεται εν πολλοίς στην όποια έλξη προκαλεί ακόμη το όνομα, τα σύμβολα και η ιστορία του. Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η απάλειψη αυτών των αναφορών δεν θα επηρεάσει την απήχηση του ΠΑΣΟΚ στο συγκεκριμένο κοινό;

Μια πρόσθετη δυσκολία σχετίζεται με τον ρόλο των προσώπων και τις φορτίσεις (αρνητικές κυρίως) του παρελθόντος. Oσο κι αν ο χρόνος ή η συνύπαρξη στην αντιπολίτευση έχουν λειάνει κάποιες αντιθέσεις, σχετικά ζητήματα θα ανακύπτουν διαρκώς. Το να τα αφήσουν πίσω τους οι πολιτικοί πρωταγωνιστές είναι εύκολο. Αν όμως αυτό εκληφθεί από τους ψηφοφόρους ως κυνισμός, τότε το όλο εγχείρημα υπονομεύεται. Η προηγούμενη 4ετία, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ μάζευε στελέχη αδιακρίτως από δεξιά κι αριστερά, αλλά ταυτόχρονα κατέρρεε εκλογικά, ήταν διδακτική ως προς αυτό.

Σε ένα νέο σχήμα, χωρίς στέρεες δομές, με καχυποψία μεταξύ των μερών που το συγκροτούν, οι δυσκολίες διαχείρισης θα είναι αυξημένες, ενώ οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί και η συνεχής ανάγκη τήρησης ισορροπιών (π.χ. στο ζήτημα των ψηφοδελτίων ή της συγκρότησης οργάνων) θα κρύβουν έναν μόνιμο κίνδυνο εσωστρέφειας.

Οι συγκλίσεις δεν θα είναι εύκολες ούτε στο προγραμματικό πεδίο. Σε πολλά ζητήματα (π.χ. γεωπολιτικές επιλογές, δικαιώματα, μεταναστευτικό, εκπαίδευση, κ.ά.) οι ψηφοφόροι των δύο κομμάτων έχουν αποκλίνουσες θέσεις. Αντιθέτως, οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ (κυρίως για δημογραφικούς λόγους) συχνά συμπίπτουν με ψηφοφόρους ή θέσεις της Ν.Δ. Αυτό ήταν ένας από τους λόγους που την τελευταία πενταετία η αποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη μεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ ήταν μεγαλύτερη από ό,τι του τέως ή του νυν αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ (αν και σαφώς μειωμένη τα τελευταία δύο χρόνια).

Το κρισιμότερο ζητούμενο παραμένει το πολιτικό και προγραμματικό στίγμα της όλης πρωτοβουλίας. Η σύγκλιση ώστε να δημιουργηθεί προοπτική εξουσίας, από μόνη της δεν αρκεί.

Μια πρόσθετη δυσκολία προκαλεί το ενδεχόμενο και τα δύο κόμματα, ειδικά την περίοδο των διεργασιών, να δεχθούν πιέσεις από τους όμορους χώρους. Το μεν ΠΑΣΟΚ ακόμη και σήμερα καταγράφει διαρροές προς τη Ν.Δ. Μια πιθανή σύγκλιση με τον ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να τις αυξήσει, ειδικά όσο η Ν.Δ. επιμένει στη στρατηγική προσέγγισης του «κεντρώου» χώρου. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ακυρώνοντας και επισήμως τα πιο ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του μέσα από έναν «γάμο» με το ΠΑΣΟΚ, αφήνει κενό στα αριστερά του. Τα κόμματα που βρίσκονται πιο «αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες ευρωεκλογές συγκέντρωσαν αθροιστικά πάνω από 10% και αν μπορούσαν να ξεπεράσουν τις διαχρονικές παθογένειές τους ως προς τις συνεργασίες, θα μπορούσαν να αποκτήσουν ζωτικό χώρο. Αντίστροφα, μια «κεντροαριστερή απειλή» ενδέχεται να επανασυσπειρώσει δυσαρεστημένους δεξιόστροφους ψηφοφόρους της Ν.Δ., οι οποίοι ελλείψει αντιπάλου στράφηκαν (στις δεύτερες εκλογές του ’23 και στις πρόσφατες ευρωεκλογές) σε κόμματα δεξιότερα της Ν.Δ.

Μείζον είναι πάντα το ζήτημα της ηγεσίας. Η σύγκλιση των δύο χώρων προϋποθέτει την ανάδειξη ενός επικεφαλής που θα μπορεί να την εκφράσει. Αυτό εκ των πραγμάτων περιθωριοποιεί τους υφιστάμενους αρχηγούς. Θα δεχθεί ο κ. Κασσελάκης, ο οποίος δηλώνει ότι «ήρθε για να μείνει» και που σίγουρα δεν γίνεται αποδεκτός από τα στελέχη και τη βάση του ΠΑΣΟΚ, να παραμερίσει για χάρη κάποιου τρίτου; Θα κάνει το ίδιο ο κ. Ανδρουλάκης ή όποιος τον διαδεχθεί στο ΠΑΣΟΚ; Ο δε νέος επικεφαλής, ακόμη κι αν τυπικώς εκλεγεί από τη βάση, θα διαθέτει το ειδικό βάρος να επιβληθεί στο σύνολο του ενιαίου χώρου ή θα αντιμετωπιστεί ως προϊόν ενός ευκαιριακού συμβιβασμού, στοιχείο που προφανώς θα τον αποδυναμώνει στην εκλογική σύγκριση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη;

Oλα τα παραπάνω δεν είναι φυσικά προβλέψεις για το τι θα συμβεί, αλλά αυτονόητες σκέψεις για τις δυσκολίες του υπό συζήτηση εγχειρήματος.

Πολλά εξάλλου θα κριθούν στην πορεία. Αν η εικόνα της σημερινής κυβέρνησης γίνει απωθητική και το αίτημα για κυβερνητική αλλαγή ισχυρό, οι όποιες δυσκολίες θα είναι ευκολότερα διαχειρίσιμες.

Το κρισιμότερο ζητούμενο πάντως παραμένει το πολιτικό και προγραμματικό στίγμα της όλης πρωτοβουλίας. Η σύγκλιση ώστε να δημιουργηθεί προοπτική εξουσίας, από μόνη της δεν αρκεί. Αντιθέτως, αν το εγχείρημα θεωρηθεί μια ευκαιριακή συμπόρευση για χάρη της «καρέκλας», τότε οι δυσκολίες του (κεντροαριστερού) «γάμου» θα μοιάζουν ακόμη μεγαλύτερες.

*Ο κ. Ευτύχης Βαρδουλάκης είναι σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT