Η επισφαλής ενημέρωση

3' 44" χρόνος ανάγνωσης

Από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης και ύστερα υπάρχουν διάφορες έρευνες που αποτυπώνουν μια γενική καχυποψία της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στους βασικούς πυλώνες ενημέρωσης των προηγούμενων δεκαετιών. Το ίδιο συμβαίνει και φέτος στην ετήσια έκθεση για την Ενημέρωση στο Διαδίκτυο του Ινστιτούτου Reuters. Το δημοσιογραφικό επάγγελμα, έπειτα από δεκαετίες υπέρμετρα αυξημένου κύρους, έχει μπει στην περιδίνηση της απαξίωσης. Είναι ενδεικτικό ότι στις πανεπιστημιακές σχολές που έχουν να κάνουν με τα ΜΜΕ, όλο και περισσότερο οι φοιτητές απομακρύνονται από την «ειδίκευση» της δημοσιογραφίας και ασχολούνται με το ευρύτερο και επαγγελματικά πιο ευέλικτο πεδίο της «επικοινωνίας».

Οι αιτίες της εξέλιξης αυτής είναι πολλές. Αιτίες διαρθρωτικές της ίδιας της λειτουργίας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Αιτίες εξωγενείς, είτε αυτές αφορούν την τεχνολογική εξέλιξη είτε τις αντιλήψεις που επικρατούν τα τελευταία χρόνια των παρατεταμένων και διαφορετικών κρίσεων. Η μεγάλη ανάπτυξη και οι θεσμικές αλλαγές που γνώρισε ο χώρος της ενημέρωσης από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, από τη μια μεριά επέτρεψαν τον πλουραλισμό και την εμπορευματοποίηση της πληροφορίας, αμφισβήτησαν τη στενά παραταξιακή και προπαγανδιστική πρακτική της δημοσιογραφίας των μεταπολεμικών χρόνων, από την άλλη όμως δεν δρομολόγησαν μια ουσιαστική προσπάθεια στοχασμού και κατανόησης των τρόπων που τα μέσα ενημέρωσης ως επιχειρήσεις αλλά και θεσμοί της δημοκρατίας μπορούν να ευδοκιμήσουν σε μακρά διάρκεια. Είδαμε έτσι να κλείνουν ιστορικότατα μέσα ενημέρωσης, δημοφιλέστατα τηλεοπτικά κανάλια, ειδικά όταν η διαδικτυακή επέλαση στην πληροφορία συνέπεσε με την οικονομική κρίση.

Η κυριότερη αιτία, πάντως, υπονόμευσης της αξιοπιστίας της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα υπήρξε ο «μύθος της διαπλοκής». Ο μύθος, όπως γνωρίζουμε καλά από το Ρολάν Μπαρτ, δεν είναι ένα ψέμα. Είναι μια συμβολική ερμηνεία της πραγματικότητας, που φέρει υπεραπλουστεύσεις και φυσικοποιεί τους όρους άσκησης της εξουσίας. Στην Ελλάδα ο μύθος της διαπλοκής καλλιεργήθηκε συστηματικά από όσους ήθελαν όχι απλώς να περιγράψουν το γνωστό διεθνές φαινόμενο της αλληλεξάρτησης πολιτικών, επιχειρηματικών και μιντιακών συμφερόντων, αλλά να το αναγάγουν σε απόλυτο επεξηγηματικό σχήμα των τρόπων λειτουργίας της εξουσίας στην ύστερη μεταπολίτευση. Ο μύθος της διαπλοκής έγινε η βολική θεωρία συνωμοσίας που επικαλούνταν όλοι όσοι –για διαφορετικούς λόγους– ένιωθαν να χάνουν την πολιτική τους επιρροή. Ενα σχήμα λόγου που προέκυψε από το ίδιο το πολιτικό σύστημα και διαπότισε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και έγινε μία από τις βασικές σημαίες της γενικευμένης αγανάκτησης την περίοδο της κρατικής χρεοκοπίας.

Ταυτόχρονα σχεδόν τα νέα μέσα έγιναν ή προσπάθησαν να εμφανιστούν ως το αντίπαλον δέος της «συστημικής» ενημέρωσης του παρελθόντος. Στην αρχή η μπλογκόσφαιρα (ιδίως η σκανδαλοθηρική) και στη συνέχεια τα social media αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοσιογραφικά μέσα ως προς την εμπιστοσύνη που τους έδινε το κοινό για την ενημέρωσή του. Η ανώνυμη, η ερασιτεχνική, η αυθόρμητη δημοσιογραφία άρχισαν να παίρνουν τη θέση της επαγγελματικής και αυτό συνέβη υπό το αισιόδοξο πρίσμα του γενικευμένου εκδημοκρατισμού που έδωσε η νέα τεχνολογία. Τι και αν αποδεικνύεται με τον καιρό ότι αυτό το νέο πληροφοριακό περιβάλλον μας περιορίζει στα ιδεολογικά μας αντηχεία, σε έναν ιδιόμορφο κοινοτισμό απόψεων και αισθητικών προτιμήσεων, το γεγονός ότι οι παραγωγοί και αναπαραγωγοί του είναι οι ίδιοι οι χρήστες και όχι κάποιοι που έχουν τη διαμεσολάβηση ως επάγγελμα, δημιουργεί την αίσθηση μιας πιο ελεύθερης ενημέρωσης. Τι και αν τα fake news έγιναν μια νέα δύσκολα διαχειρίσιμη πραγματικότητα, η δυνατότητα επιλογής του διαύλου ενημέρωσης μέσα από μια πληθωριστική προσφορά φαντάζει ο παράδεισος της «υπερπληροφόρησης» σε σχέση με τις «διαπλεκόμενες» ειδήσεις του παρελθόντος.

Τα δυσοίωνα στοιχεία της νέας πραγματικότητας δεν είναι βέβαια η μοναδική πλευρά του νομίσματος. Υπάρχει και η πιο αισιόδοξη, που βλέπει κάποιους παλιούς και νεότερους παίκτες στην εγχώρια ενημέρωση να κρατούν τα σκήπτρα της αξιοπιστίας παρά τη γενικευμένη μετατόπιση του κοινού στα λιμάνια της εξατομικευμένης επικοινωνίας ή απλώς της αδιαφορίας και την ενημέρωση.

Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε αυτό που γνωρίσαμε στο παρελθόν. Αν κάτι διδάσκει η ιστορία των μέσων ενημέρωσης, αυτό είναι ότι εκείνα που επικρατούν και διατηρούν τις δυνάμεις τους δεν είναι αυτά που έρχονται να καταργήσουν το παρελθόν, αλλά εκείνα που το αναπλαισιώσουν τεχνολογικά και σημασιολογικά. Αυτή τη στιγμή, στον χώρο της ελληνικής αλλά και της διεθνούς δημοσιογραφίας, η τεχνολογική εξέλιξη δείχνει να ορίζει μόνη της τα πράγματα και να θέτει τετελεσμένα που οι δημοσιογράφοι απλώς παρακολουθούν και αναπαράγουν με τη μεταφυσική δύναμη του copy-paste. H συζήτηση για το τι σημαίνει καταγραφή, έρευνα και ερμηνεία των γεγονότων της επικαιρότητας στον 21ο αιώνα αναβάλλεται επ’ αόριστον, αναμένοντας το ΑΙ να δώσει την απάντηση. Χωρίς όμως αυτήν την εις βάθος συζήτηση, η δημοσιογραφία και η δημοκρατία θα είναι σε καθεστώς επισφάλειας.

*Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT